Οι αναμνήσεις από εσένα, είναι η ζωή μου ολόκληρη. Δεν χρειάζεται παραπάνω από το να κλείσω απλά τα μάτια μου, για να γυρίσω πίσω στο σπίτι που με μεγάλωσες και ζήσαμε μαζί. Οι μυρωδιές όταν μαγείρευες. Το τσάι που μου έφερνες στο δίσκο μαζί με παξιμάδια, το ακουμπούσες πάνω στην παλιά καφέ καρέκλα, ενώ εγώ στην κουνιστή, τρόμαζα την καρδιά σου, μην λερώσω και χρειαστεί να καθαρίσεις. Σε αυτή την καφέ καρέκλα καθόσουν, όταν μπροστά στην τηλεόραση έβλεπες «Καλημέρα Ζωή» ή «Λάμψη» και έβριζες όλες τις «μαύρες, πουτάνες, σκύλες».
Από αυτή τη καρέκλα σε αντίκριζα να με κοιτάς, καθώς έμπαινα στο σαλόνι σου. Πότε καστανά τα μαλλιά σου, πότε ξανθό σαντρέ ήταν το χρώμα τους. Σου άρεζε να είναι ξανθά, μα σήμερα δεν ξέρω ποιο ήταν το χρώμα τους, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες δεν φαίνεται. Νομίζω ήταν καστανά, αν κρίνω από της μαμάς. Όταν τα έκανες καστανά, τρόμαζα. Και τώρα που δεν είσαι εδώ, είναι από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου από εσένα. Αυτά, και τα γκρι καρφάκια σου, μετά την τελευταία σου χημειοθεραπεία. Και η μασέλα σου, που για να μας κοροϊδέψεις, πετούσες έξω από το στόμα σου γελώντας κι έμοιαζες τον Χαζούλη από την Χιονάτη.
Κράτησα μέσα μου, όλη την απέχθεια που είχες για τους άντρες και την φύλαξα. Σωστή φεμινίστρια, μέσα στην καθώς πρέπει γυναίκα που έδειχνες για τον κόσμο. Και αυτό το φύλαξα και το φτύνω από τότε, το πόσο με ενδιαφέρει η γνώμη ξένων, που για σένα βασιλιάδες μοιάζανε. Μη σου πουν πως δεν είναι τα λουλούδια σου όμορφα και το μπαλκόνι σου βρώμικο. Έπρεπε να ήσουν από μία γωνιά να έβλεπες την γειτόνισσα που μισούσες, να σε βάζει στο στόμα της, όταν εγώ καθάριζα την αυλή και τα νερά λιμνάζανε μπροστά στο σπίτι της με λάσπες. «Η γιαγιά σου δεν θα το δεχόταν ποτέ αυτό» μου είπε. Και έτσι, όλοι είχανε κάτι να πουν. Στην κηδεία σου, ήρθανε άνθρωποι που δεν ήξερα και δεν είχα δει ποτέ, στα 17 χρόνια που είχα την χαρά να σε γνωρίζω.
Σήμερα, στις 4 Ιουλίου του 2019, πέθανε η αδερφή σου γιαγιά. Σε ένα νοσοκομείο, μόνη της. Η σάρκα της είχε ξεκινήσει να σαπίζει προτού η ίδια της φύγει από τη ζωή. Το μόνο που την κρατούσε σε ζωή ήταν η μπαταρία του βηματοδότη στην καρδιά της και το πείσμα της να συνεχίσει να ζει. Ο άνδρας της στο σπίτι κοιμόταν και η κόρη της, στην Αμερική δειπνούσε. Μα τι σου λέω, τα ξέρεις. Την συνάντησες και ξέρω πως θα συνεχίσετε να μαλώνετε όπως πάντα. Αν βαριόσουν μέχρι τώρα εκεί που είσαι, από σήμερα θα έχεις τον αντίπαλο σύμμαχο σου και πάλι.
Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί σε φώναζε Ρούλα. Μου πήρεχρόνια να καταλάβω πως εννοούσε εσένα. Κι αυτή, σαν κι εσένα, ενδιαφερόταν μόνογια τον κόσμο. Με την κόρη της δεν είχε δέσιμο κι ας ήταν η μοναδική της. Στηζωή της όμως, είχε αυτό που εσύ δεν είχες ποτέ. Έναν άντρα να την αγαπάει καινα της προσφέρει όσα ζητήσει. Θυμάμαι, τότε που την πρόσεχα, πως φώναζε στονθείο για αυτά τα τρόφιμα που της αγόραζε. «Αυτός ο άνθρωπος» έλεγε, «δεν θαμάθει ποτέ να ψωνίζει. Ότι σκουπίδι έχουνε, του το πουλάνε κι αυτός αγοράζει!».Και όταν της είπα πως θα πρέπει να αισθάνεται τυχερή που έχει τέτοιον άντρα πουτην φροντίζει και μαγειρεύει μόνος του το φαγητό του, μου απάντησε αυθόρμητα«Όπως τους μάθεις είναι». Η θεία μου, που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον πέρα απότα λουλούδια και το κουσκούς, είχε βρει το νόημα. Όπως τους μάθεις είναι.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Το μηχανάκι του καφέε..
Ficção GeralΕδώ θα βρεις το ταξίδι μίας ψυχής, που αψηφώντας τα κοψίματα στα πόδια, έβγαλε φτερά και πέταξε, ολοκληρωμένη πια, στα χέρια του ολόκληρου της. Όσα της έφερε η ζωή και όσα την έκαναν αυτό που σήμερα είναι, είναι γραμμένα εδώ. "Γιατί να μην το άκουγ...