Τι πιο όμορφο από το να ακούς το χασμουρητό της μάνας σου. Και το γουρούνισμα στο γέλιο της αδερφής σου. Το θυμωμένο μουρμούρισμα του αδερφού σου. Το άγριο βλέμμα του άλλου. Τα πεταγμένα μάτια της άλλης αδερφής σου, όταν της λες κάτι που δεν καταλαβαίνει. Ο βήχας του πατέρα σου. Όλα, καθημερινές στιγμές, που δεδομένες τις είχες, τώρα σου λείπουν. Είσαι μακριά, και ακούς ξένους να γελάνε, να φωνάζουν και να χασμουριούνται. Ξένους να σε αγκαλιάζουν, ξένους να σε πειράζουν και ξένους να θυμώνουν μαζί σου. Και έτσι, το συναίσθημα μέσα σου, ξένο και αυτό. Μόνο όταν ξαναζείς αυτές τις στιγμές με την οικογένεια σου, αυτό από το οποίο έτρεχες να κρυφτείς, σε βρίσκει και νιώθεις ξανά εσύ. Λες και είχες κλειδωμένο τον εαυτό σου κάπου βαθιά, κάπου σκοτεινά, χωρίς φαΐ και νερό. Και ξαφνικά, όαση μπροστά σου, το φτάρνισμα της πρώτης σου ανιψιάς. Και ξεχνάς όλους τους ξένους, δεν σε αγγίζει τίποτα. Σκέφτεσαι μόνο το ταξίδι της επιστροφής και νιώθεις πως αξίζει να είσαι μέσα στα νεύρα όλη ημέρα, σε μία χώρα που δεν σε εκτιμάει, με την οικογένεια σου να σε εκνευρίζει, μόνο για τις μικρές αυτές στιγμές. Τις στιγμές που είναι αγάπη ατόφια. Που δεν κρύβεται τίποτα άλλο πίσω από αυτήν, έχεις φτάσει στην πηγή και απλά απολαμβάνεις το νερό.
Και με αυτή μου την εσωτερική και βαθιά θλίψη, που δεν φανερώνω σε κανέναν. Δεν αφήνω ούτε στον εαυτό μου να την δει, αφού του χαμογελάω κάθε φορά που τον κοιτάζω στον καθρέπτη. Χαμογελάω να μου δώσω κουράγιο. Να κοιμηθώ και αυτό το βράδυ, όσο πιο ήρεμα μπορώ, χωρίς να χάνω την αναπνοή μου, χωρίς να νιώθω πως δεν θα ξυπνήσω ποτέ ξανά. Χωρίς οι σκέψεις μου το βράδυ να είναι στο βάρος που θα προκαλέσω στο να μεταφέρουν το σώμα μου στην Ελλάδα. Στην καταστροφή που θα φέρει η απουσία μου σε όλους όσους με αγαπάνε. Κυρίως την μαμά μου, που θέλει πάντοτε να φύγει πριν μας χάσει και δεν θέλω να την τιμωρήσω και να πάθω κάτι. Για εμένα, δεν με νοιάζει. Μέσα στην τρέλα, ξέρω πως ότι κάνω, το θέλω. Και η μικρή μου αδερφή. Έχω τόσα πολλά ακόμη να της μάθω και να της δείξω, ακόμη πολλά για να την στηρίξω να μάθει να είναι ευτυχισμένη στη ζωή της, τίποτα άλλο. Κι έτσι, με αυτές τις σκέψεις τα περισσότερα βράδια από τότε που μετακόμισα εδώ, με παίρνει ο ύπνος.
Αποφάσισα να ξεκινήσω από την αρχή, την σειρά που με άλλαξε μέσα μου. Την σειρά που με έκανε να έχω ελπίδα σε έναν στρέιτ κόσμο, σαν λεσβία. Θυμόμουν καλά την στενάχωρη τελική σκηνή της πρώτης σεζόν. Το ζευγάρι που ήτανε χρόνια μαζί, γκρεμίστηκε, επειδή η μία από τις δύο κάβλωσε για έναν ξένο άνθρωπο. Την πρώτη φορά που το είδα, πριν από έντεκα χρόνια, την μισούσα. Σήμερα που είδα την ίδια σκηνή, μέσα μου, κατάλαβα, είμαι μια άλλη. Όχι μόνο δεν την μισούσα, μα ακόμη βρήκα υπερβολική την αντίδραση της απατημένης. Ποια, εγώ. Εγώ που όταν επιτέλους έμαθα πως η Αλίκη με απατούσε, έχασα τον κόσμο για δυο λεπτά, που φάνηκαν για μία ώρα, και απλά την είχα στριμώξει σε μία γωνία και την χτυπούσα με γροθιές και κλωτσιές. Της είπα αργότερα, πως πραγματικά δεν ξέρω που θα έφτανα εκείνα τα δύο λεπτά. Φυσικά, αμέσως μόλις συνήλθα, αφού είδα το χαμένο της βλέμμα να προσπαθεί να αποφύγει της γροθιές μου, την λυπήθηκα και ξεκίνησα να της ζητώ συγγνώμη και της έλεγα πόσο την αγαπάω. Τον άνθρωπο που με κοίταζε στα μάτια και με φιλούσε στα χείλη, ενώ είχε στο στόμα της πριν λίγα λεπτά τον άλλον.
ESTÁS LEYENDO
Το μηχανάκι του καφέε..
Ficción GeneralΕδώ θα βρεις το ταξίδι μίας ψυχής, που αψηφώντας τα κοψίματα στα πόδια, έβγαλε φτερά και πέταξε, ολοκληρωμένη πια, στα χέρια του ολόκληρου της. Όσα της έφερε η ζωή και όσα την έκαναν αυτό που σήμερα είναι, είναι γραμμένα εδώ. "Γιατί να μην το άκουγ...