Chapter 12: Fireproof

2.4K 169 18
                                    

   Το φως της ημέρας άρχιζε να απλώνεται σιγά σιγά, μπλε σκούρο ο ουρανός ακόμα με τα γκρ;iζα σκούρα πικνά σύνεφα να τον διαπερνάνε σιγά σιγά, ήταν πολύ παράξενη η ατμόσφαιρα, ακόμα κι από χθες, δεν το έχω συνηθίσει έτσι, να νιώθω υγρό το δέρμα μου απο τον απαλό αέρα χωρίς να κρυώνω. Παρ' όλο που είχε πολύ παγωμένο κλίμα η θερμοκρασία του σώματός μου ήταν ζεστή, αυτό δε μπορούσα να καταταλάβω και όχι δεν ήταν από το αγόρι που ήταν κολλημένο πάνω στο σώμα μου πάνω σε αυτό το κρεβάτι, απόρώ πως δεν έπεσε ακόμα. Όλο το βράδυ κουνιόταν χτυπόντας με τα χέρια τη κοιλιά μου και η κορυφή στο κεφάλι του χτυπούσε το σαγόνι κάνοντας τα δόντια μου να συγκρούονται μετάξυ τους, πραγματικά πονούσε λίγο λιγότερο απ' ότι περίμενα, το μπουκλωτό μαλλί του βοηθούσε κάπως να πέσει πιο ομαλά μα δε μπορούσα να τον ξυπνήσω, το σώμα μου μούδιαζε συχνά πικνά απο το βαρύ κορμί του μα πλέον δεν τον ένιωθα, δεν με ένοιαζε, ήταν υπερβολικό για ένα να τον σηκώσω για αυτό, είχε ατίθασο ύπνο μα δε μα δε με πήραζε, είχε μία δόση χιούμορ βασικά, τον άκουγα συχνά πικνά να παραμιλάει και να μουρμουρίζει, κάποια από αυτά έβγαιναν και τραγουδιστά, με το ζόρι καταλάβαινα βέβαια μα κάπου αργότερα συνηδειτοποίησα πως η δουλειά του του έγινε ψύχωση, "είμαι..ερωτεύμεεενος μαζί σου και όλαα..αυτάα τα μικρά.. πράγματ..", μουρμούριζε που και που πολύ σιγά με τη φωνή του να σβήνει αυτή τη φράση τραγουδιστά με τα χείλη του σουφρωμένα απο τα πατημένο του πρόσωπο πάνω στο στομάχι μου. Κατά κάποιον τρόπο μου άρεσε το τραγούδι του. Η φωνή του δεν ήταν βραχνή όπως μιλούσε, ήταν απαλή και σε συνδιασμό να κοιτάω το φεγγάρι έξω πο το παράθυρο πραγματικά με ηρέμησε και τα νεύρα μου χαλάρωσαν, ακουγώνταν κι ένα "ευχαριστώ" συνεχόμενο, "αλήθεια ευχαριστώ" ψυθήριζε και τα χέρια του εξφεντονίζονταν ξαφνιάζοντάς με, σίγουρα θα μου μείνει σημάδι αυτό.

   

Το μπλε του ουρανού άνοιγε αργά αργά, η ώρα κόντευε 6 στο ρολόι απέναντί μου, δεν κατάλαβα πότε και πώς, είχα χαθεί στα χρώματα πέρα από το παράθυρο και τη γαλήνη που μου πρόσφερε αυτός ο άνρθωπος που ζητάει συγχώρεση. Ακόμα δεν έχω επιλογή, δε ξέρω, από την μία είναι ο μόνος που τραβάει τα τούβλα από το γερό τοίχος που έχω απένταντι στο κόσμο μα από την άλλη ποιός θα τον εμπιστευόταν; Ούτε που ξέρω ποιός είναι και είναι αυτός που έκανε αυτό το πράγμα στο κεφάλι μου που περιέχει συνέπειες.

  Τα μάτια μου καίγαν από το ξενύχτι σε σημείο να μη μπορώ να τα έχω ανοιχτά, ένας ελαφρύς πόνος διαπέρασε τη δεξιά μεριά στο κεφάλι μου, το σώμα μου το ένιωθα να βουλιάζει περισσότερο από πριν μέσα στο στρώμα και το στόμα μου ήταν στεγνό. Το χέρι μου ήταν πιασμένο μέσα στο δικό του και το άλλο το είχε κάτω απο τη μέση του. Τράβηξα ελαφρά το ένα βγάζοντάς το πιο έυκολα από το πατικωμένο κι έκανα να πιάσω από την αντίθετη πλευρά το μπουκάλι με το νερό, μάταιο, να πάρει. Διψάω κι έτσι γυρίσω το κορμί μου ή θα πέσει κάτω ή θα ξυπνήσει, δε μπορώ όμως νιώθω την έλειψη, είναι εντελώς στεγνό σχεδόν μουδισμένο και ο λαιμός μου καίει μέχρι και τα αυτιά μου, τσούζει υπερβολικά καθώς καταπίνω και ξεφυσάω πάνω στο κεφάλι του. Έχει γύρισει σε μία περίεργη θέση με τα πόδια του μαζεμένα στο στήθος του χωρίς τα παππούτσια του πάνω απο τη κουβέρτα μου, το στήθος του πλακώνει το κάτω μέρος του σώματός μου και το ένα μου χέρι με το κεφάλι του γυρισμένο προς το μέρος μου πηγαίνοντας πάνω κάτω από τις βαθιές αναπνοές μου πάνω στην κοιλιά μου με το ένα χέρι για αμξιλάρι κι το άλλο γατζωμένο στο δικό μου χωρίς να το σφίγγει λίγο πιο πάνω απο τον ηλίθιο σωλήνα που θέλει να λέγεται και όρος.

SOULMATE™ H.S. Greek fanfiction| Copleted #Wattys2016Where stories live. Discover now