Με γοργούς ρυθμούς, κατέβαινε την στριφογυριστή, σιδερένια σκάλα, ανάβοντας τους ψεύτικους πυρσούς που κρέμονταν αραχνιασμένοι και γαντζωμένοι από τους σκοτεινούς τοίχους. Έπρεπε να κατευνάσει απαραιτήτως την οργή του που κόχλαζε επικίνδυνα. Για λίγο, κοντοστάθηκε σε ένα μισοσπασμένο καθρέπτη που αποτύπωνε καλύτερα, την στρεβλή και κατακερματισμένη εικόνα του ειδώλου του. Απεικόνιζε μία άλλη πραγματικότητα, πολύ πιο κοντινή σε αυτό που ο ίδιος είναι και σε αυτό που υπήρξε. Φτάνοντας στα έγκατα του βασιλείου του, έτσι αποκαλούσε εκείνο το ζοφερό υπόγειο, ξεφορτώθηκε επιτέλους τον μαύρο μανδύα, μένοντας με ένα κοντομάνικο, μαύρο μπλουζάκι που του προσέδιδε μία πιο ανθρώπινη όψη. Τον έκανε να μοιάζει λιγότερο υπερφυσικό. Λιγότερο τερατώδη.
Με κοφτές κινήσεις ο Φιλίπ, άναψε μία λάμπα που κρεμόταν πάνω από ένα οβάλ, ξύλινο τραπέζι. Ένα τραπέζι γεμάτο χρώματα. Αγαπούσε την ζωγραφική. Ήταν η τέχνη που τον βοηθούσε να αποτυπώνει καλύτερα την ψυχική του κατάσταση. Συνήθως οι ζωγραφιές του ήταν σκοτεινές και τερατώδεις, βγαλμένες κατευθείαν από τον θρόνο της αβύσσου. Μερικές φορές, απεικόνιζαν ηλιοβασιλέματα και χρώματα απαλά. Η επαρχία της Γαλλίας, σου χάριζε όμορφες εικόνες τις κατάλληλες στιγμές. Ήταν όνειρό του να παρακολουθήσει την ανατολή, ή ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Για κάποιους, κάτι τέτοιο θεωρείτο δεδομένο και ανούσιο. Για τον ίδιο όμως είχε άλλη γεύση. Με την άκρη του ματιού του, κοίταξε το σκονισμένο αρκουδάκι των παιδικών του χρόνων. Ένα χαμόγελο θλίψης, σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, καθώς αναμνήσεις, καλά κλεισμένες στα άδυτα του υποσυνείδητου, ξεπήδησαν για ακόμη μία φορά.
Ήταν καλοκαίρι και ο ίδιος, περίπου εννέα χρονών. Η ζωή ενός παιδιού έγκλειστου, μέσα σε ένα σπίτι ήταν δύσκολη και ανιαρή. Ήθελε να μπορούσε να βγει έξω, να παίξει με συνομήλικους, να φάει παγωτό από την πλατεία, ή να δει ξανά εκείνο το κορίτσι με τα μακριά, καστανά μαλλιά. Ήταν όμορφη, σαν την πριγκίπισσα των παραμυθιών. Συνήθως βρισκόταν περιτριγυρισμένη από άλλα συνομήλικα κορίτσια που τα απογεύματα, έβγαιναν και έπαιζαν στις αυλές των σπιτιών τους. Μία από εκείνες, ήταν και η Ζακελίν. Πάντοτε μαζεμένο και συγκροτημένο παιδί. Ο μικρός τότε Φιλίπ, πλησίασε την γιαγιά του που καθόταν με τις ώρες στην κουζίνα και μαγείρευε. Ο μόνος λόγος που είχε δεχτεί να τον μεγαλώσει, ήταν το γεγονός πως η ίδια ήταν ιδιαιτέρως θρήσκα και θεωρούσε την εγκατάλειψη ενός παιδιού αμαρτία. Πολλές φορές ωστόσο, ο Φιλίπ την είχε ακούσει να καταριέται την ώρα και τη στιγμή που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας αυτή τη δοκιμασία που την είχε στιγματίσει στο χωριό.
DU LIEST GERADE
Αόρατο Πρόσωπο
Mystery / ThrillerΣε ένα ρομαντικό χωριό της Προβηγκίας, το Λουρμαρέν,μετακομίζει ένα νεο ζευγάρι σε ένα πανέμορφο μεσαιωνικό σπίτι. Γύρω του, πλανάται μία ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Η ζωή των νέων ιδιοκτητών θα αλλάξει για πάν...