O νεαρός την κοίταξε απότομα. Μέσα στα κυανά του μάτια, καθρεπτιζόταν πάντοτε η οργή που κόχλαζε, παλεύοντας να βρει μία δίοδο και να ξεσπάσει.
«Η δυσμορφία μου, ήταν η αρχή όλων των κακών. Ένα παιδί που ελάχιστες φορές είχε δει το φως του ήλιου από κοντά, που ελάχιστες φορές είχε εισπνεύσει καθαρό αέρα. Έφτασα στο σημείο να μισώ τον ήλιο, γιατί μου θύμιζε όλα όσα δεν μπορούσα να κάνω. Ήταν μία απειλή για εμένα καθώς κάτω από το φως του, η τερατώδης φύση μου κινδύνευε να αποκαλυφθεί. Η σελήνη ωστόσο, δεν με πρόδωσε ποτέ. Με έκρυβε στις σκιές της ρίχνοντας όσο φως ήταν απαραίτητο για να μπορώ να βαδίζω τα βράδια. Κάπου εκεί οι φήμες ξεκίνησαν να οργιάζουν. Βλέπεις από τότε, το χωριό ταλανιζόταν από την παρουσία εκείνου του φρικτού ανθρώπου που κυνηγούσε για να βιάσει αθώα κορίτσια. Ωστόσο, όταν δεν μπορείς να βρεις μία λογική λύση, ή τον ένοχο, τότε τα ρίχνεις όλα στο αθώο τέρας που το μόνο που ήθελε ήταν η ησυχία του. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε γιατί αδυνατούσε να με καταλάβει. Με περιθωριοποίησε και ταυτόχρονα με καταδίκασε. Ήμουν ο τέλειος αποδιοπομπαίος τράγος. Το αγόρι με την φρικτή μορφή, ο μάγος που κυκλοφορεί τα βράδια, άρα και ο βίαιος, αποτρόπαιος βιαστής.
Το μίσος και ο φόβος τους θέριεψαν και έφτασαν στο σημείο να συγκεντρωθούν στον προαύλιο χώρο του σπιτιού μου και να το κάψουν με μένος, μήπως μαζί του καώ και εγώ. Ωστόσο, αυτό που δεν υπολόγισαν, ήταν η εξυπνάδα και η μαεστρία μου να ξεφεύγω. Ένα πλάσμα σαν εμένα που έχει ζήσει με συνοδοιπόρο την μοναξιά, έχει ασχοληθεί με την τέχνη και είναι άριστος ταχυδακτυλουργός και δημιουργός ψευδαισθήσεων, είχε φτιάξει ένα δεύτερο σπίτι μέσα στο σπίτι. Αυτό με έσωσε εκείνο το βράδυ. Από τότε, λυτρώθηκα. Με θεώρησαν νεκρό και κανένας δεν ασχολήθηκε ξανά, μέχρι που η εκδίκηση υποκλίθηκε μπροστά μου, παραγκωνίζοντας τον φόβο μου. Από τότε, στοίχειωσα αυτό το καταραμένο μέρος» τελείωσε και η Ελοντί έμεινε να τον ακούει εμβρόντητη.
Ο Φιλίπ, δίχως να συνεχίσει την κουβέντα του, αποφάσισε να φύγει με την Ελοντί να τον σταματά.
«Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε μία ώρα» του είπε.
«Καλώς» της απάντησε και σε κλάσματα εξαφανίστηκε στον διάδρομο.
---------------------------
Η Ζακελίν χαμήλωνε τα φώτα στην είσοδο του μικρού ξενοδοχείου, για να πάρει τη θέση της η μητέρα της. Η Μαρί ήταν μία πολύ ευγενική γυναίκα, με λεπτούς τρόπους και όμορφα χαρακτηριστικά που αναδεικνύονταν παρά την ηλικία της. Το δέρμα της, έμοιαζε ηλιοκαμένο και τα κοντά, καστανά της μαλλιά, της χάριζαν τύπο και κομψότητα.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Αόρατο Πρόσωπο
Gizem / GerilimΣε ένα ρομαντικό χωριό της Προβηγκίας, το Λουρμαρέν,μετακομίζει ένα νεο ζευγάρι σε ένα πανέμορφο μεσαιωνικό σπίτι. Γύρω του, πλανάται μία ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Η ζωή των νέων ιδιοκτητών θα αλλάξει για πάν...