Οι μερες περασαν πολυ γρηγορα και πότε μας αποχαιρέτησε το καλοκαίρι και μας υποδέχτηκε ο χειμώνας ούτε που το κατάλαβα. Ο Αχιλλέας είχε βγει εδώ και δύο μήνες από το νοσοκομείο και η αλήθεια είναι ότι προσπαθούσε να κάνει τα πάντα αυτός. Δεν ήθελε να κουράζομαι ή να στεναχωριέμαι. Ήταν εκεί για εμένα και για την Μάρα από την ημέρα νούμερο ένα.
Καθόμουν στον καναπέ του σαλονιού και κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Όλες οι αναμνήσεις από αυτό το καλοκαίρι επανήλθαν, ασυναίσθητα χάιδευα την κοιλιά μου και σκεφτόμουν το μέλλον. Η Μάρα είχε χαρεί πάρα πολύ που σε λίγους μήνες θα είχαμε ένα μωράκι να τριγυρνάει μέσα στο σπίτι. Ο Αχιλλέας προσπαθούσε να μπει στο κλίμα του γονέα βοηθώντας την Μάρα σχεδόν στα πάντα. Ήταν τόσο όμορφο να τους βλέπω να προσπαθούν να διαβάσουν μαζί ή να παίζουν ή να ζωγραφίζουν. Ήταν πάρα πολύ καλός με τα παιδιά και αυτό φαινόταν.
"Μωρό μου, θέλεις να βάλω και μανιτάρια στην μακαρονάδα;" με ρώτησε ο Αχιλλέας από την κουζίνα.
"Ότι θέλεις, δεν έχω πρόβλημα " απάντησα και τον πλησίασα. Γέλασα με την επιλογή ενδυμασίας του. Οι ποδιές του πήγαιναν πιο πολύ τελικά από ότι φαινόταν.
"Τι έγινε και γελάμε μικρό ;" είπε και με κοίταξε με αυτό το σαγηνευτικό του βλέμμα.
"Μικρό είναι το-"
"Τόλμα" είπε διακόπτοντας με και εγώ γέλασα. Με πλησίασε απειλητικά με την κουτάλα και εγώ ξεκίνησα να γελάω ακόμα περισσότερο μέχρι που με έπιασε και άρχισε να με γαργαλαει, τον παρακαλούσα να με αφήσει Αλλά τίποτα αυτός.
"Αχι-αχι-λλεαααα"
"Τι έγινε μωρό μου; Μήπως θέλεις να δεις αν κάτι είναι μικρό;" είπε πονηρά και εγώ τον κοίταξα με λαγνεία στα μάτια.
"Ντροπή Αχιλλέα, η Μάρα είναι επάνω" είπα αφού το καλοσκέφτηκα και αυτός χαμογελασε πλαγιαστα.
"Τότε μην φωνάξεις " είπε και άρχισε να με φιλάει. Τα καυτά του χείλια ακουμπούσαν την κρύα μου επιδερμίδα και ένα κύμα ρήγους διαπέρασε όλο μου το σώμα. Άφηνε υγρά φιλιά σε όλο μου τον λαιμό και οι ανάσες μου άρχισαν να λιγοστεύουν.
"Αχιλλεα η Μάρα..."
"Η Μάρα μωρό μου είναι επάνω και διαβάζει." Μου ψιθύρισε στο αυτό και δάγκωσε τον λοβό μου.
"Σε θέλω, τώρα" συμπλήρωσε και με μια και μόνο κίνηση με έβαλε επάνω στον πάγκο της κουζίνας. Τα ρούχα μας γίνανε παρελθόν και ο ίδιος κλείδωσε την πόρτα της κουζίνας. Το οξυγόνο λιγόστευε στην ατμόσφαιρα γύρω μας και η θερμοκρασία ανέβαινε. Τα σώματα μας γίνανε ένα δίνοντας μου την ίδια αίσθηση που είχα την πρώτη μας φορά. Ήταν πολύ ήρεμος και γαλήνιος. Δεν ήταν άγριο και βίαιο ήταν έρωτας και μπορούσε να το νοιώσει όλο μου το κορμί. Ήξερα ότι τον αγαπούσα, ήταν πάντα εκεί για εμένα, τον ήθελα κοντά μου κάθε λεπτό που περνούσε και όταν αυτός έλειπε δεν μπορούσα μόνη μου.
BẠN ĐANG ĐỌC
My player - Shades of Black
Teen Fiction"Σε αγαπούσα πως μπόρεσες να μου το κρύψεις όλο αυτό ? Δεν είναι ένα μικρό αθώο ψεματάκι είναι ΟΛΗ ΣΟΥ Η ΖΩΗ " Του φώναξα θυμωμένα. Το προηγούμενο βράδυ κάναμε έρωτα και το πρωί μαλώνανε... "Συγγνώμη... συγγνώμη που δεν σου είπα κάτι αλλά ... αλλά...