Μια πατάτα εκεί. Ένα κομμάτι κρέας από την άλλη. Ένα καλαμπόκι από εκεί. Μια πατάτα από την άλλη.
Καθόμασταν σε ένα εστιατόριο. Εγώ, ο Ορέστης, η Έλενα και ένας φίλος του Ορέστη, ο Νίκος. Η Έλενα και ο Νίκος φαινόταν να ταιριάζουν πολύ. Μιλουσαν πολύ μεταξύ τους. Άκουγα συνεχώς τα γέλια τους. Όσο για εμένα... καθόμουν και διαχώριζα το φαγητό που βρισκόταν στο πιάτο μου. Ήμουν τόσο σκεπτική. Δεν μπορούσα να σταματησω τις ίδιες μου τις σκέψεις. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που υπήρχε ανάμεσα σε εμένα και στον Ορέστη. Δεν ξέρω εάν για αυτόν ήταν απλώς ένα βράδυ διασκέδασης ή κάτι σοβαρό. Για εμένα ήτανε κάτι σοβαρό πάντως. Γιατί είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου πλέον αυτός ο άνθρωπος. Ένιωθα το βλέμμα του να με καίει αλλά δεν έδινα καθόλου σημασία καθώς ήμουν πολύ απασχολημένη με το πιάτο μου.
Σε κάποια φάση ένιωσα ένα άγγιγμα στον ώμο μου και γύρισα να κοιτάξω. Ηταν ο Ορέστης.
-Σήκω φεύγουμε, είπε με ένα σοβαρό ύφος.
Κοίταξα μπροστά μου βλέποντας πως στο τραπέζι δεν καθόταν πλέον κανένας. Καλά όρθια κοιμάμαι; Μη χειρότερα. Σηκώθηκα και ακολούθησα τον Ορέστη έξω. Η Έλενα ήρθε προς το μέρος μου χαμογελώντας.
-Ο Νίκος θα με πάει σπίτι, είπε.
-Οκευ. Καλά να περάσεις, γέλασα λιγάκι ψεύτικα.
Και αφού μας χαιρέτησαν έφυγαν. Περπάτησα μέχρι το αμάξι του Ορέστη και μπήκα μέσα. Αφού μπήκε μέσα και αυτός ξεκίνησε να οδηγάει. Κοιτούσα έξω.
-Τι έχεις; με ρώτησε.
-Τίποτα, απάντησα χωρίς να τραβήξω την ματιά μου από έξω.
-Σε παρατηρώ τις τελευταίες 2 ώρες Αναστασία. Μη μου πετάς ένα ξερό τίποτα. Μιλά, είπε και ανασηκώθηκα απότομα παρατηρώντας ένα περίεργο αμάξι από πίσω μας με κλειστά τα φώτα.
-Τι έπαθες; με κοίταξε ο Ορέστης περίεργα.
Δεν είπα τίποτα για να μην τον ταραξω αλλα μολις σιγουρευτηκα, άρπαξα το μπράτσο του.
-Μας ακολουθούν, είπα τρομαγμένη κοιτώντας το αμάξι πίσω μας μέσα από τον καθρέφτη.
Ο Ορέστης έκανε μια απότομη στροφή και άρχισε να οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση του σπιτιού. Εγώ παρακολουθούσα το αμάξι πίσω μας ενώ μέσα μου ένιωθα έναν πανικό. Πηγαίναμε μέσα από μικρά περίεργα στενάκια για να σιγουρευτούμε ότι όντως μας ακολουθούν.
Ο Ορέστης έβγαλε το κινητό του από την τσέπη προσεκτικά και πήρε τηλέφωνο έναν αριθμό.
-Ετοίμασε το σκάφος. Βάλτο μπρος. Πρέπει να φύγουμε κατευθείαν μόλις ανέβουμε, μιλούσε τσαντισμένος και το έκλεισε.
-Ποιο σκάφος; Που πάμε; ρώτησα.
-Θα μείνουμε στο σκάφος μου για ένα βράδυ. Δεν είναι ασφαλές το να γυρίσουμε στο σπίτι αυτή τη στιγμή, είπε χωρίς να τραβήξει τα μάτια του από το δρόμο.
YOU ARE READING
Love And Punishment
Teen Fiction-Φίλα με,ψιθύρισα με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη. -Μην με αντιγραφείς.Μονο εγώ προστάζω,ειπε και ένωσε τα χείλη μας. . . Όλα ξεκίνησαν με έναν χορό και δύο βλέμματα. *Η ιστορία μπορεί να περιέχει βίαιο,σεξουαλικό ή υβριστικό περιεχόμενο.Διαβ...