Πρωινό στο Λονδίνο

230 18 4
                                    

Καθόμασταν με την Έλενα στο μπαλκόνι του διαμερίσματος της όπως κάθε βράδυ. Από ένα ποτήρι κρασί η κάθε μια στο χέρι της και μιλούσαμε. Ο ουρανός γεμάτος αστέρια μου έφερνε μια ηρεμία.
- Θα γυρίσεις Ελλάδα ή θα κάνεις εδώ μια καινούργια αρχή; με ρώτησε.
Σήκωσα το βλέμμα μου απο το ποτήρι μου και την κοίταξα.
- Ο Δημήτρης μου είπε πως εάν δεν γυρίσω πίσω σε εκείνον θα κάνει κακο στον Ορέστη, είπα σκεπτική.
- Που έχεις μπλέξει μου λες; με ρώτησε ανήσυχη.
- Ποσό καθυστερημένη ήμουν στο Λύκειο πες μου λίγο. Γιατί δεν έβλεπα εγώ όλη αυτή την κακία μέσα του; Πώς μπορούσα και τον έβλεπα σαν ένα αγγελάκι ενώ στη πραγματικότητα είναι δαίμονας, είπα και αδειασα το ποτήρι μου.
- Φτάνει το κρασί. Να σου φέρω κάτι να φας; είπε η Έλενα παίρνοντας το ποτήρι από τα χερια μου.
Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
- Αναστασία έχεις να φας σαν άνθρωπος εδώ και 5 μέρες. Δεν φταις εσύ για όλα αυτά εντάξει; Λες να σε άφηνα να είσαι με τον Δημήτρη άμα όντως έβλεπα ότι ήταν τέτοιο καθίκι; μου έπιασε το χέρι.
Την αγκάλιασα σφιχτά.
- Σε ευχαριστώ που είσαι πάντα εδώ για εμένα, της είπα.
- Για αυτό είναι οι κολλητές, είπε και με κοίταξε.
- Ωρα για ύπνο, είπε η Έλενα και σηκώθηκε.
Την ακολούθησα μέσα και πήγε η κάθε μια της στο δωμάτιο της. Έβαλα τις πιτζάμες μου, πήρα την μπλούζα του Ορέστη στην αγκαλιά μου και έκλεισα τα μάτια μου. Η μυρωδιά αρχίζει να αποχωρεί σιγά σιγά. Ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει.

Επόμενο πρωί
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το ρολόι. 7.30 το πρωί. Καιρό είχα να ξυπνήσω τέτοια ωρα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και μια ζαλάδα κατέβαλε όλο μου το σώμα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα σιγά σιγά. Πεινάω.
- Έλενα; είπα λίγο δυνατά καθώς αρχισα να περπατάω προς τη κουζίνα.
Ήξερα ότι είναι ξύπνια γιατί σήμερα έχει μάθημα στο πανεπιστήμιο.
- Μήπως εφτιαξες καμία από τις ωραίες κρέπες σου; Ή μήπως... καμια ομελέτα δεν θα με χάλαγε, είπα και μπήκα στη κουζίνα.
Εμεινα με ανοιχτό το στόμα.
Η Έλενα στεκόταν όρθια έτοιμη να φύγει και στο τραπέζι μπροστα της έβλεπα μια πολύ γνωστή πλάτη. Ένα πολύ γνωστό σώμα με τα πολύ γνωστά του κουστούμια. Αυτοματα γύρισε και με κοίταξε κρατώντας μια κούπα στο χέρι. Μου χαμογέλασε με ένα από τα γνωστά του χαμόγελα που θα γοήτευαν κάθε γυναίκα.
- Καλημέρα, είπε και ήπιε μια ρουφηξιά από τον καφέ του.
- Εγώ να φεύγω. Έχω μάθημα σε λίγο, είπε η Έλενα και άρχισε να περπατάει.
- Εσύ τα έκανες όπως τα έκανες. Φεύγεις τώρα, μουρμουρισα νευριασμένη.
Την ακολούθησα μέχρι την εξώπορτα.
- Γιατί μου το κάνεις αυτό μου λες; προσπαθούσα να κρατήσω την φωνή μου χαμηλή.
- Δεν είσαι καλά. Αναστασία δεν τρως και ανησυχώ. Του είπα ότι είσαι εδώ για να ηρεμήσει και εκείνος, μου είπε.
- Να ηρεμήσει;! Αφού ξέρεις τι ξεροκέφαλος είναι θα ερχόταν σίγουρα εδώ. Γιατί μου το έκανες αυτό γαμωτο. Προσπαθώ να τον ξεπεράσω, της ψιθύρισα.
- Οι μεγάλοι έρωτες δεν ξεπερνιούνται. See you later, είπε και γύρισε την πλάτη της φεύγοντας.
Στριφογυρισα τα μάτια μου και πήγα στην κουζίνα. Ο Ορέστης ητανε πάνω από ένα τηγάνι μαγειρεύοντας. Τον παρακολουθούσα και εκατσα στο τραπέζι. Μόλις τελείωσε, έβαλε ένα πιάτο με κρέπες μπροστα μου.
- Φάε, μου είπε με αυστηρό τόνο και εκατσε απέναντι μου.
- Δεν π... πήγα να μιλήσω αλλά με διέκοψε.
- Δεν ακούω λέξη. Θα φας πρώτα κάτι, είπε και μου έδειξε το πιάτο.
Έτρωγα σιγά σιγά με το ζόρι. Είχα να φάω από τότε που πάτησα το πόδι μου εδώ πέρα. Ενιωθα λες και το στομάχι μου είχε κλείσει.
- Δεν ξέρω για πιο λόγο σηκώθηκες και έφυγες, είπε.
- Για την ασφάλεια σου. Και της Ιωάννας, του είπα καθώς σηκώθηκα.
- Δεν κινδυνεύουμε. Γύρνα πίσω, είπε και γέλασα νευριασμένη κοιτώντας κάτω.
Έπιασε απότομα το πηγούνι μου κάνοντας με να τον κοιτάξω.
- Ξερω πιο πολλά πράγματα από ότι εσύ, του φώναξα.
- Τι σκατα θέλεις εδώ πέρα Ορέστη; έφυγα από κοντά του.
Εκανε βήματα κοντά μου και με έπιασε από τα μπράτσα.
- Γύρνα πίσω σε εμένα και σου υπόσχομαι ότι θα είμαστε όλοι ασφαλεις όπως πριν, μου ειπε ήρεμα.
- Ορέστη. Ξέχνα με. Ξέχνά με! Δεν μπορω να γυρίσω πίσω σε εσένα τελείωσε, προσπαθούσα να είμαι σκληρη μαζί του για να τον πληγωσω.
- Όπως σου ειχα πει και τότε... γίνε ο Παπαδόπουλος, ο γυναικάς που δεν τον ενδιεφέρε τιποτα.
Με κοιτούσε στα μάτια μπερδεμένος.
- Νόμιζα ότι με αγαπούσες, είπε.
Σε αγαπώ γαμωτο! Σε αγαπώ αλλά δεν μπορώ να γυρίσω πίσω γιατί θα σας καταστρέψει ο Δημήτρης!
Τον κοιτούσα χωρίς να απαντήσω. Είδα τα μάτια του να βουρκώνουν και γέλασε νευριασμένος. Άρπαξε το μπουφάν του και το φόρεσε.
- Ίσως να είχες δίκιο τότε. Ίσως όντως να ήσουν μια από τις πολλές πουτανες στη λίστα μου, μου χαμογελάσε ψεύτικα και άνοιξε την πόρτα.
- Καλή επιτυχία στην καινουργια σου ζωή, είπε και έφυγε.
Τα δάκρυα έτρεχαν χωρίς σταματημό.
Τα θελες τα παθες Αναστασία μου.

Επειδή κάνατε πολλά comments στο προηγούμενο κεφαλαιο μου δώσατε δύναμη να συνεχίσω.
❤✔LIKE AND COMMENT ✔❤
BYEEEE!!

Love And PunishmentTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang