Ήμουν Κίνδυνος

204 13 3
                                    

Κρατώντας το πηγούνι μου με φίλησε για μια τελευταία φορά και χαμογέλασα.
- Θα τα πούμε σύντομα, του είπα.
Κούνησε το κεφάλι του ξεφυσωντας και τον φίλησα στο μάγουλο. Χαμογελασε και μπήκα στο αμάξι μου. Έβαλα μπρος το αμάξι και πήρα το δρόμο προς το σπίτι. Είχα πει στην Δημήτρη πως θα πήγαινα το Σαββατοκύριακο στον πατερα μου, ενώ ειχα πάει να μείνω στον Ορέστη. Με χαλάρωσε αυτό το Σαββατοκύριακο πραγματικά. Κατάφερα να ηρεμήσω μετά από τόσο καιρό.

Αφού πάρκαρα το αυτοκίνητο κατέβηκα και ξεκλειδωσα την πορτα του σπιτιού. Μπήκα μέσα βλέποντας τον Δημήτρη να κάθεται με άλλους δύο μεγαλοσωμους άντρες στο σαλόνι. Στο τραπέζι βρισκόταν άπειρα μπουκάλια μπύρας και βρωμούσε ο χώρος τσιγάρο.
-Καλημέρα, είπα και προχώρησα προς το δωμάτιο.
-Καλημέρα. Πώς τα πέρασες; Τι κάνει ο πεθερουλης μου; ρώτησε γελώντας.
Άφησα την τσάντα μου στο δωμάτιο και έβγαλα τα παπούτσια.
- Μια χαρά είναι. Είχα καιρό να τον δω. Μου είχε λείψει, είπα.
Γύρισα να πάω στο σαλόνι και τους είδα και τους τρεις να στέκονται στην είσοδο του δωματίου μου. Η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο από το φόβο. Οι δύο τύποι με κοιτούσαν σοβαροτατοι και ο Δημήτρης φύσηξε πάνω μου τον καπνό από το τσιγάρο του.
- Ήσουν στον πατερα σου. Έτσι; με ρώτησε δαγκωνωντας το κάτω χείλος του.
-Ναι; απάντησα χαμηλόφωνα.
Ο Δημήτρης βάρεσε μια αγκωνιά τον έναν τύπο και αυτός ήρθε από πίσω μου κρατώντας μου τα χέρια σφιχτά προς τα πίσω. Έκανα κινήσεις να φυγω. Αλλά δεν έφερναν τίποτα.
-Δεν γουστάρω τα ψέματα ζουζούνι, με αποκάλεσε με το παρατσούκλι που με φώναζε παλιά. Μια λύπη ένιωσα μέσα μου ακούγοντας αυτή την λέξη από το στόμα του.
- Τι σου συμβαίνει γαμωτο. Δεν ήσουν τέτοιος μαλακας παλιά, του φωναξα.
Με ένα νεύμα του Δημήτρη ο δεύτερος τυπάς ήρθε δίπλα μου. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Έφαγα μια μπουνιά στα χείλη. Τα ενιωθα ματωμένα. Δεν αντέδρασα ομως. Κρατουσα τον πονο μεσα μου. Οπως και τα δάκρυα μου.
- Όπως είπα... Δεν γουστάρω τα ψέματα, είπε και ήρθε κοντά στο πρόσωπο μου. Σε τέτοιο σημείο που μπορούσα να νιώσω την ανάσα του στο δέρμα μου.
- Ξερω πως ήσουν με τον Ορέστη όλο το Σαββατοκύριακο, ψιθύρισε κάνοντας με να βουρκωσω.
- Δεν μπορείς να ελεγχεις το ποιον θα αγαπώ παλιοπουστη, του φωναξα.
Με άρπαξε από το μαλλί τόσο έντονα που ενιωθα το κρανίο μου να πονάει. Οι δύο τύποι έφυγαν από το δωμάτιο αφήνοντας μας μόνους. Με μια απότομη κίνηση με έσπρωξε στο πάτωμα και βογγηξα από τον πόνο.
- Δεν μπορω να το ελέγξω σωστά. Αλλά σήμερα θα τελειώσει αυτή η ιστορία, είπε καθώς στεκόταν όρθιος πάνω από το σώμα μου.
- Θα τον αποτελειωσω, μου ψιθύρισε και εγώ του όρμησα απευθείας.
Τον έσπρωξα με όση δύναμη είχα. Έκλεισα το χέρι μου σε μια μπουνιά και τον βαρεσα όσο πιο δυνατά μπορούσα στο πρόσωπο.
Με έπιασε απότομα και με σκουντηξε τόσο δυνατά προς τα πίσω σε σημείο που έπεσα και χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο πίσω. Έκλεισα τα μάτια μου ζαλισμένη και επιτόπου ένιωσα μια κλωτσιά στα πλευρά μου. Φωναξα δυνατά από τον πόνο και τα δάκρια πλέον άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλα μου.
- Επειδή σε χρειάζομαι ζωντανή για το σημερινό σχέδιο νομίζω πως το ξύλο που έφαγες φτάνει για σήμερα, είπε σκύβοντας δίπλα μου.
- Λοιπόν..., είπε και με τράβηξε απότομα κοντά του. Βογγηξα από τον πόνο που ενιωθα στα πλευρά μου και ένας λυγμός μου ξέφυγε.
- Θα πας σήμερα στο σπίτι του Ορέστη Παπαδόπουλου για να περάσετε μια από τις ωραίες βραδιές σας. Θα είμαι και εγώ μέσα στο αυτοκίνητο μαζί σου στα κρυφά οπότε θα με περάσεις από την καγκελόπορτα. Όταν μπεις στο σπίτι και βρεις την ευκαιρια θα ανοίξεις ένα παράθυρο από την τραπεζαρία κάτω για να μπω στο σπίτι. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνω εγώ, είπε γελαστά.
- Δεν κάνω τίποτα για πάρτη σου μαλακά, είπα μες τους λυγμούς μου.
- Ωω μα θα κάνεις. Δεν θα ήθελες να πάθει τίποτα η μικρή Ιωάννα, είπε και το βουλωσα απευθείας.
- Μπράβο το κορίτσι μου, είπε και έφυγε από το δωμάτιο κλειδωνοντας με.
Με το που έκλεισε η πόρτα τσιριξα από τον φόβο και τον πόνο που ενιωθα.

Love And PunishmentDonde viven las historias. Descúbrelo ahora