Κρήτη-2

9.2K 664 6
                                    

        Ο νοτιάς ανέμιζε τα μαλλιά της και τα πνευμόνια της γέμιζαν με θαλασσινό αέρα. Το μάτι της χανόταν στο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Είχε χρόνια να νιώσει τέτοια χαρά και φόβο μαζί. Ίσως ήταν τοτε, πρίν 5 χρόνια, στα 18 της που ταξίδεψε για την άγνωστη Αθήνα, να ξεκινήσει διαδρομή της ως φοιτήτρια. Είχαν περάσει κιόλας 3 χρόνια απο την τελευταια φορά που κατέβηκε στο νησί. Και δυστυχως κατέβηκε για κακό λόγο. Ήταν για την κηδεία της γιαγιάς της. Παρόλο που τα φαντάσματα την κυνηγούσαν σε κείνο το μέρος, ήθελε, και έπρεπε να αποχαιρετίσει την γυναίκα που την μεγάλωσε.

        Το λιμάνι της Σούδας άρχισε να ξεπροβάλει από μακριά. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύετε στο κατάστρωμα για να  χαζεψει το νησί και η Μυρτώ απομακρύνθηκε προς το εσωτερικό του πλοίου, ωστε να ετοιμαστει και να κατεβει στο γκαραζ, στο αυτοκίνητό της. Οδηγούσε ήδη μισή ώρα την στιγμή που χτύπησε το κινητό της. Κοιταξε την οθόνη και χαμογέλασε "Ελα Ειρήνη μου, τι κάνεις;" Η τσιριχτή φώνη της φίλης της γ'εμισε το αυτοκίνητο "έφτασες, όλα καλα;" "όλα καλά, σε αφήνω γιατί οδηγώ, θα σε πάρω αυριο!" της φώναξε και το έκλεισε απότομα καθώς η ταμπέλα με την ονομασία του χωριού της εμφανίστηκε μπροστά στο δρόμο. Έβγαλε φλας και σταμάτησε στην δεξιά πλευρά του δρόμου. "Μπορείς να το κάνεις Μυρτώ, κάποια στιγμή πρέπει να το ξεπεράσεις" άρχισε να μονολογεί. Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια αφήνοντας μια βαθιά ανάσα να βγει. Ανακατεμένες εικόνες εμφανίστηκαν στα μάτια της. Η γιαγιά της, οι φίλες της, το σπίτι της, ο μπαμπάς της, ο Θάνος. Τα μάτια του Θάνου, η αγάπη που έβλεπε στα μάτια του. Πώς μπόρεσα και έπεσα τόσο έξω; σκέφτηκε για ακόμα μια φορά. Οι παλμοί της άρχισαν να ανεβαίνουν, ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπό της και η ανάσα της ακουγόταν πιο βαριά. "Όχι πάλι, δεν μπορεί". Ήταν στα πρόθυρα κρίσης πανικού, ήταν βέβαιη. Την τελευταία φορά την έπιασε στην κηδεία της γιαγιά της. "Τώρα όμως πρέπει να το διαχειριστώ, βαθιές ανάσες", σκέφτηκε. Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή εκπνοή... Οι παλμοί της έπεσαν και η ανάσα της ηρέμησε και πάλι. Έβαλε λοιπόν μπροστά το αυτοκίνητο και αποφασιστικά ξεκίνησε για το χωριό.

        Τα πρώτα σπίτια ξεπρόβαλαν λίγο μετά τις στροφές του δρόμου. Για να πάει στο δικό της έπρεπε να περάσει απο την πλατεία του χωριού και να κατηφορήσει προς την θάλασσα. Δεν είχε ιδέα σε τι κατάσταση θα βρισκόταν το σπιτι της γιαγιάς της. Ένας θείος της, ο ξάδερφος της μητέρας  της είχε υποσχεθεί οτι δεν θα το άφηνε να ρημάξει, και θα το φρόντιζε όπως μπορούσε. Πάρκαρε το συτοκίνητο στην πλατεία και κατέβηκε αργά αργά. Όλα της φαίνονταν ίδια, μα και τόσο διαφορετικά! Αυτή εδω η πλατεία, πόσα γέλια, πόσα κυνηγητά είχε φιλοξενήσει, από τα παιδιά του χωριού! Το καφενείο του κυρ Δήμου όπως πάντα ανοιχτό με τους θαμώνες του να παίζουν πρέφα, να σχολιάζουν την πολιτική, ποδόσφαιρο, τίποτα σαν να μην εχει αλλάξει! Η ανοιξιάτικη ψυχρα δεν άφησε τον κόσμο να καθίσει έξω, έτσι απέφυγε τα επίμονα βλέμματα. Η Μυρτώ κατευθύνθηκε προς το μικρό σούπερ μάρκετ δίπλα στο καφενείο. Αγόρασε τα απαραίτητα και επέστρεψε στο αμάξι της. Οδήγησε μέχρι το σπίτι της γιαγιάς της, πάρκαρε και ετοιμάστηκε να κατέβει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε έγω. Το ψυχρό αεράκι της θάλασσας την χτύπησε στο πρόσωπο. Κοίταξε το σπίτι και η καρδιά της πετάρισε. Ο θείος της είχε κάνει ότι μπορούσε για να το διατηρήσει κατοικήσιμο, τα λουλούδια άνθιζαν στην αυλή και όλα φαίνονταν περιποιημένα και ομορφα απέξω. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της και με αργές κινήσεις, τα έβαλε στην κλειδαριά της εξώπορτας. Το χαρακτηριστικό "κλικ" ακούστηκε στην ησυχία της νύχτας...

Η φωτιά {GW15}Where stories live. Discover now