Η Ειρήνη σπίτι της διόρθωνε εκθέσεις των μαθητών της. Φορτωμένη μέρα σήμερα και ιδιαίτερα φορτισμένη καθώς μίλησε με την Μυρτώ και δεν την άκουσε πάλι πολύ καλά. Τον τελευταίο μήνα άλλοτε την ακούει μελαγχολική και άλλοτε με νεύρα όμως εκείνη υποστηρίζει οτι η πολλή δουλειά με τους μαθητές της. Η Ειρήνη όμως γνωρίζει το πόσο αγαπά το σχολείο και ποτέ δεν θα γκρίνιαζε γι' αυτό, οπότε είναι σίγουρη οτι κάτι άλλο συμβαίνει. Ο Νώντας μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας το τηλέφωνο στο χέρι του. Έριξε μια ματιά στην Ειρήνη και κάθισε στον καναπέ απέναντί της. “Όλα καλά;” την ρώτησε με ενδιαφέρον. Εκείνη του έριξε μια γρήγορη ματιά και συνέχισε την δουλειά της. “Ειρήνη, γαμώτο! Ειμαι εδώ, δώσε λίγη σημασία!” της φώναξε εκνευρισμένος. “Σε ακούω Νώντα, έχω δουλειά όμως!” απάντησε στο ίδιο ύφος. Σηκώθηκε θυμωμένος και βημάτισε νευρικά στο δωμάτιο. “Που θα πάει Ειρήνη, το βλέπεις να συνεχίζει αυτό που έχουμε ή να το διαλύσουμε να πάει στο διάολο;” της φώναξε εκνευρισμένος. Εκείνη σήκωσε αργά το βλέμμα της και συνάντησε το δικό του. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες, την κοιτούσε άγρια, θυμωμένα, πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι. “Δεν έχω όρεξη Νώντα, παράτα με” του αποκρίθηκε, χαμήλωσε το βλέμμα, γνωρίζοντας οτι θα έκανε χειρότερα τα πράγματα. Έκανε ένα βήμα, βρέθηκε δίπλα της, την άρπαξε απο τα χέρια και την σήκωσε απο την καρέκλα της με το ζόρι. “Όταν σου μιλάω θέλω να μου δίνεις σημασία γαμώτο!” την κοίταξε με ματια μαύρα απο την ένταση. Η Ειρήνη βυθίστηκε στο βλέμμα του, δεν ήξερε τι είχε πάθει, τον αγαπούσε τον Νώντα, και δεν μπορούσε να καταλάβει πως έγινε και αποξενώθηκαν τόσο πολύ τους τελευταίους μήνες. Η λαβή του χαλάρωσε, και η ανάσα του βγήκε βαριά. Δεν μπορούσε να θυμώσει σε αυτήν την γυναίκα που τον τρέλαινε έτσι, την κοιτούσε και έλιωνε κάθε φορά, τον άναβε με τις αντιρρήσεις της, τον ερέθιζε όταν του πήγαινε κόντρα. Οι παλμοί της Ειρήνης ανέβηκαν απότομα, τον κοιτούσε στα μάτια και η ανάσα της κοβόταν. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και τα χείλη τους ενώθηκαν με πάθος. Την αγκάλιασε σφιχτά και εκείνη τύλιξε τα πόδια της στην μέση του. Την πήρε έτσι αγκαλιά, και με το ένα χέρι του έριξε όλα τα βιβλία και τα αντικέιμενα που είχε πάνω το γραφείο της. Την ξάπλωσε απαλά, και της έκανε άγριο και παθιασμένο έρωτα εκεί πάνω. Εκείνη η στιγμή τους άλλαξε ριζικά τη ζωή.
Την σήκωσε αγκαλιά και την πήγε στο κρεβάτι τους. Κόλλησε την πλάτη της στο στήθος του και εκείνος τύλιξε τα χέρια του στην κοιλιά της. Μετάνιωσε για την συμπεριφορά της, “Συγνώμη για πριν, είμαι λίγο πιεσμένη και ξεσπάω σε σένα” του είπε σιγανά. “Αν είναι να κάνουμε τέτοιο έρωτα μετά, σε συγχωρώ” της χαμογέλασε απαλά και την φίλησε στον ώμμο. Θα μου πεις τι τρέχει;” την ρώτησε και πάλι με ενδιαφέρον. Εκείνη πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε “Τελειώνει η χρονιά σε λίγες μέρες, έχουμε αρκετά να κάνουμε σχολείο μέχρι τότε, και η Μυρτώ δεν ακούγεται καλά τον τελευταίο μήνα” του είπε και βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά του. “Μήπως έχει γίνει κάτι με τον Θάνο;” τον ρώτησε. Ο Νώντας κούνησε το κεφάλι αρνητικά. “Απόσο ξέρω δεν είχαν καμία επικοινωνία αυτό το διάστημα, δεν μου έχει πει κάτι ο Θάνος δηλαδή” της απάντησε. Η Ειρήνη γύρισε προς την πλευρά του, έκλεισε τα μάτια, κόλλησε το αυτί της στο μέρος της καρδιάς του. Την φίλησε στα μαλλιά και της ψιθύρισε “σε έχασα τωρα τελευταία μωρό μου, δεν μ' άρεσε, σε θέλω δίπλα μου, κοντά μου”. Η Ειρήνη ανατρίχιασε με την φωνή του “νομίζω πάλι αφήσαμε τα προβλήματα των άλλων να μας επηρεάσουν” του είπε σιγανά. “Δεν θέλω ούτε να τσακωνόμαστε ούτε να απομακρυνόμαστε Νώντα” συνέχισε “ούτε και 'γώ μωρό μου, ούτε και γώ” της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Και ξαφνικά λες και διαλύθηκαν όλα τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί πάνω απο την σχέση τους, ένιωσαν και οι δύο καλύτερα και απο την αρχη ερωτευμένοι.
BẠN ĐANG ĐỌC
Η φωτιά {GW15}
Lãng mạnΟ Θάνος και η Μυρτώ. Η Μυρτώ και ο Θάνος. Η ιστορία τους ξεκίνησε χρόνια πριν. Η Μυρτώ ήταν ακόμα παιδί. Ένας έρωτας που γεννήθηκε στα παιδικά μάτια ενός κοριτσιού και τελείωσε εκεί. Χωρίς μια κουβέντα. Χωρίς ένα γιατί. Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε...