Οι μέρες περνούσαν στην Σύρο, καλοκαιρινές, γεμάτες φως και ζεστασιά, ενώ στις καρδιές του Θάνου και της Μυρτώς βασίλευε η σκοτεινιά και η παγωνιά. Κανένας απο τους δύο δεν έκανε κανένα βήμα να έρθουν σε επαφή, είχαν περάσει 3 μέρες και δεν υπήρξε καμία επικοινωνία μεταξύ τους από την ημέρα στο νοσοκομείο. Απόψε η Ειρήνη είχε κανονίσει έξοδο μαζί με την Άννα. "όχι δεν έρχομαι ξέχασέ το" της είπε η Μυρτώ μόλις της το πρότεινε, "θα κάτσω να ξεκουραστω και θα κοιμηθώ νωρίς", η Ειρήνη δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της, αλλά ούτε και να επιμείνει πολύ. "Θα είμαι μια χαρά Ειρηνούλα, πιείτε και για μένα" της είπε γελώντας. Η φιλενάδα της έγινε μια κούκλα, έφτιαξε το μαλλί της, ντύθηκε πολύ όμορφα και έφυγε τρέχοντας μόλις άκουσε το κορνάρισμα της Άννας απο κάτω.
Η Μυρτώ βγήκε στο μπαλκόνι και ανέπνευσε βαθιά την δροσιά της νύχτας. Είχε πανσέληνο απόψε και ένα ασημένιο χρώμα είχε καλύψει την θάλασσα που απλωνόταν μπροστά της. Της καρφώθηκε μια τρελή ιδέα και μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο, έβγαλε τα ρούχα της, φόρεσε το μαγιό της, άρπαξε την πετσέτα της και έφυγε. Δεν υπήρχε ψυχή στην παραλία. Άφησε προσεκτικά τα πράγματά της στην άμμο και στάθηκε εκεί που έσκαγε το κύμα. Ασυναίσθητα ανέβασε τα χέρια της μέχρι την κοιλιά της, και άφησε ελεύθερο τον εαυτό της να χαρεί για πρώτη φορά που θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί, το δικό της και του Θάνου. Η κοιλιά της ήταν επίπεδη αλλά της άρεσε τόσο πολύ η αίσθηση οτι μια ζωή μεγαλώνει εκεί μέσα, αίμα από το αίμα του, σάρκα από την σάρκα του, και τί δεν θα έδινε να είχε την αίσθηση του δικού του χεριού εκεί.
Προχώρησε προσεκτικά μπροστά και τα πόδια της άρχισαν να βυθίζονται στο ζεστό νερό. Η αίσθηση ήταν μαγική, είχε μπροστά της το ολόγιομο φεγγάρι, ήταν σαν να περπατούσε προς αυτό, σαν να το ακολουθούσε. Το σώμα της άρχισε να βυθίζεται σιγά σιγά, χαλάρωσε και το μυαλό της άδειασε απο σκέψεις και προβλήματα. Ήταν ανάσκελα στο νερό και το μόνο που έβλεπε ήταν τα αστέρια στον ουρανό. Δεν ήξερε πόση ώρα ήταν έτσι, και κατευθύνθηκε κολυμπώντας χαλαρά προς την παραλία. Είχε βγεί ολόκληρη σχεδόν απο το νερό όταν είδε την επιβλητική παρουσία ενός άνδρα στις σκιές, να στέκεται δίπλα στα πράγματά της. Ανατρίχιασε ολόκληρη, δεν υπήρχε ψυχή στην παραλία τέτοια ώρα και δεν υπήρχε και δυνατότητα διαφυγής από εκεί, με δύο βήματα θα ήταν δίπλα της. Η σκιά μετακινήθηκε προς σ'αυτην και εκείνη έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, "Μυρτώ" της είπε βραχνά και το φως του φεγγαριού τον έλουσε "Θάνο!" είπε με ανακούφιση, "τρόμαξα, δεν ήξερα ποιος ήταν εδώ". Εκείνος την κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν. Στεκόταν εκεί ξυπόλητος, με μια βερμούδα, ένα πουκάμισο και έμοιαζε τόσο νέος, κι ας είχε να ξυριστεί μέρες κι ας φαίνονταν ταλαιπωρημένος. "Δεν θα πρέπει να τριγυρνάς μόνη σου στις ερημιές" της είπε τρυφερά.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Η φωτιά {GW15}
RomanceΟ Θάνος και η Μυρτώ. Η Μυρτώ και ο Θάνος. Η ιστορία τους ξεκίνησε χρόνια πριν. Η Μυρτώ ήταν ακόμα παιδί. Ένας έρωτας που γεννήθηκε στα παιδικά μάτια ενός κοριτσιού και τελείωσε εκεί. Χωρίς μια κουβέντα. Χωρίς ένα γιατί. Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε...