"Ένα βήμα μόνο", σκέφτηκε φωναχτά η Μυρτώ, "ένα βήμα μόνο και είμαι μέσα", συνέχισε να μονολογεί. Μπήκε στο σπίτι άναψε τα φώτα, και η παγωνιά του χώρου την τύλιξε, Έτριψε τα μπράτσα της και άφησε την ματιά της να πλανηθει στο εσωτερικό του μικρού σπιτιού. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Όλα παρέμειναν στις θέσεις τους, όλα, όπως τα είχε αφήσει η γιαγιά της. Το σπιτι ήταν σχετικά καθαρό αλλά μύριζε έντονα κλεισούρα. Ήταν η μυρωδιά κλεισούρας, ή οι μυρωδιές από το παρελθόν; Δεν ήξερε ούτε και η ίδια. Άφησε το σώμα της να καθίσει στον μικρό καναπε, και έκλεισε τα μάτια της. Ήταν σαν να έβλεπε την γιαγιά της να κάθεται απέναντί της, δίπλα στο τζάκι και να ψηνει λιχουδιες. Ήταν σαν να βλέπει τον πατέρα της, τα καστανά του μαλλιά, το παχύ μουστάκι, την μόνιμη θλίψη στα μάτια του. Ήταν σαν τους έβλεπε μπροστά της. Και μετά εκείνος, με το ύψος του να γεμίζει το δωμάτιο. Γίγαντα τον έλεγε μικρή, για την σωματική του διάπλαση και για το γεγονος οτι την περνούσε 10 χρόνια σχεδόν. Τα μάυρα του μαλλιά, τα μπλέ του μάτια, ίδια με την θάλασσα. Τί έρωτας κι αυτός. Τον κοιτούσε κι έλιωνε για ένα βλέμμα του, για μια του λέξη. Κι εκείνος οτι ήθελε να πει το έλεγε με τα μάτια του, ήταν σίγουρη! Την πρόσεχε, την προφύλαξε, την έσωσε. Πως επεσα τόσο πολύ εξω, σκέφτηκε με πικρία. 10 χρόνια κι ούτε μια λέξη. Ούτε ένα νέο του. 10 χρόνια και η φωτιά του την έκαιγε ακόμα, σιγοκαίει βαθιά μέσα της, κυνδυνεύοντας να την κάψει ολόκληρη. Τα δάκρυα της άρχισαν να τρεχουν καυτα στα μάγουλα της. Έκλαιγε με λιγμους, για την μάνα της που χάθηκε έτσι από την ζωή της, για τον πατέρα της που δεν άντεξε, για την γιαγιά της που την έχασε νωρίς. Μα πιο πολύ έκλαψε για κείνον, για τον ανεκπλήρωτο έρωτα της, για εκείνον που χάθηκε έτσι απλά από την ζωή της, χωρίς ένα "γεια σου" και την άφησε εντελώς μονάχη της. "Γιατί ήρθα, γιατί;" μονολογούσε κλαίγοντας. Το ξημέρωμα την βρήκε εκεί, στον μικρό καναπέ, κουλουριασμένη, φορώντας ακόμα το παλτό της. Την ξύπνησαν οι αχτίνες του ήλιου που έμπαιναν από τις χαλασμένες γρίλιες. Προσπάθησε να τεντωθεί αλλά το κορμί της πονούσε φρικτά. Σηκώθηκε, πήγε τουαλετα και η εικόνα που αντίκρυσε στον καθρέπτη ήταν απελπιστική. Τα μάτια της πρισμένα και κόκκινα, ενώ το δερμα της ήταν χλωμό και μουτζουρωμένο απο το μακιγιαζ. " Αυτο έιναι", είπε δυνατα. "Τέρμα τα δάκρυα, πιάνω δουλειά τωρα!". Άνοιξε όλα τα παράθυρα, να μπει καθαρός αέρας, μπήκε και ο ήλιος και φωτίστηκε το σπιτι. Ξεκίνησε τις δουλειες, καθάρισμα, ξεσκόνισμα, τακτοποίησε τα πραγματα της, και αργά το απόγευμα κάθισε να ξεκουραστεί και να φάει.
Οι γείτονες της την καλοδέχτηκαν. Στην αρχή ήταν αρκετα επιφυλακτικοί, αλλά σιγά σιγα τους κέρδισε το φωτεινό χαμόγελο της Μυρτώς, και την Μυρτώ την κέρδισε η καλή καρδιά τους. Ο θείος και η ξαδέρφη της περνούσαν συνεχως από το σπίτι της μήπως χρειαζόταν κάτι, είτε για να της κρατησουν συντροφιά. Δέθηκε πολύ με τα ξαδέρφια της, την Ηρώ και τον άντρα της τον Αργύρη και περνουσαν αρκετές ώρες μαζί. Οι μέρες κυλούσαν σαν το νερό με ατελείωτες βολτες στην παραλία, βράδια μπροστά στη φωτιά, και δουλειές στον κήπο ή στο σπιτι. Ένιωθε ζωντανή στην Κρήτη. Το χωριό της έδωσε καινούρια πνοή για ζωή παρόλο που τα φαντάσματα του παρελθόντος παραφυλούσαν εκεί. Άρχισε να φλερτάρει με την ιδέα να μείνει μόνιμα στο χωριό. Της άρεσε η ζωή που έκανε, η ενασχόληση της με την φύση, το γεγονός οτι βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα μακρια από την αγαπημένη της θάλασσα. Τα μεσημέρια πήγαινε στο νεκροταφείο και άναβε το καντήλι του πατέρα και της γιαγιά της, καθάρισε τους τάφους τους που είχαν καλυφθεί από αγριόχορτα και ένιωσε πολύ καλύτερα όταν το έκανε αυτο. Σαν να είδε το το χαμόγελο τους μόλις έκλεισε τα ματια της. "Ίσως ναναι σημάδι" σκέφτηκε, "ίσως να πρέπει να μεινω εδώ". Ήταν σκέψεις που τις έκανε χωρίς να τις φανερώσει σε κάνεναν. Μιλούσε κάθε μερα σχεδόν με την Ειρήνη, η οποία την παρακαλούσε να επιστρέψει νωρίτερα απο το νησί για να βρεθούν πριν ξεκινήσουν και παλι δουλεια.
Όλα τα ωραία όμως τελειώνουν κάποτε, και έτσι έφτασε η ώρα που η Μυρτώ έπρεπε να χαιρετίσει τους ανθρώπους που της κράτησαν συντροφια 2 εβδομάδες σχεδον, και να κλείσει πίσω της την πόρτα. Όλες αυτες τις μέρες κανένας δεν ανέφερε το ονομά του Θάνου. Δεν είπαν τίποτα, το παραμικρό. Λες και αυτος ο αντρας δεν πέρασε ποτέ απο εκεί. Η γιαγιά της κάποια στιγμή στο παρελθόν της είχε πει οτι έφυγε Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδες του αλλά ηταν παραπάνω απο εμφανές οτι δεν ήθελε καθόλου να αναφέρεται στο όνομα του, οπότε το θέμα έμενε εκεί και δεν μπορούσε να μάθει τίποτα περισσότερο.' Εφυγε τόσο ξαφνικά, χωρίς μια λέξη, κάτι να αφήσει πίσω του. Έφυγε χωρίς να την χαιρετίσει, λες και εκείνη δεν άξιζε τίποτα γι' αυτόν. Και εκείνη τον περίμενε, τον περίμενε γιατί πίστευε οτι θα γυρνούσε κάποια στιγμή, και τον περιμένει ακόμα χωρίς να το εχει συνηδητοποιήσει όμως.
YOU ARE READING
Η φωτιά {GW15}
RomanceΟ Θάνος και η Μυρτώ. Η Μυρτώ και ο Θάνος. Η ιστορία τους ξεκίνησε χρόνια πριν. Η Μυρτώ ήταν ακόμα παιδί. Ένας έρωτας που γεννήθηκε στα παιδικά μάτια ενός κοριτσιού και τελείωσε εκεί. Χωρίς μια κουβέντα. Χωρίς ένα γιατί. Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε...