Ο θρήνος- 29

6.1K 474 20
                                    

        Η αναμονή έξω απο τον θάλαμο του χειρουργείου σκότωνε. Η Μυρτώ έφτασε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο μαζί με την Άννα που την βρήκε στο διαμέρισμά της. Έμπαινε στην πολυκατοικία όταν άκουσε τις φωνές της και άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και σοκαρίστηκε όταν είδε την Μυρτώ στο πάτωμα σχεδόν λιπόθυμη με μια μικρή λίμνη αίματος γύρω της. Η πρώτη της κίνηση ήταν να τηλεφωνήσει σε ασθενοφόρο, έπειτα έμεινε δίπλα της χαιδεύοντας την σαν μικρό παιδί, “Όλα καλά θα πάνε κοριτσάκι μου, όλα καλά θα πάνε, μην φοβάσαι” της ψιθύριζε καθησυχαστικά. Οι γιατροί την ανέλαβαν αμέσως μόλις έφτασε εκει, την έβαλαν στο χειρουργείο αφού η κατάστασή της ήταν ιδιαίτερα σοβαρή. Ήδη περίμενε απέξω ήδη αρκετή ωρα χωρίς να έχει καθόλου νέα για την υγεία της φίλης της και του παιδιού. Εκεί βρισκόταν και ο Νώντας σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ένιωθε τύψεις που δεν έφτασε νωρίτερα, ένιωθε τύψεις που τσακώθηκε εκείνο το βράδυ με την Ειρήνη και πήγε για ποτό στην άλλη άκρη της Αθήνας. Μόλις έφτασε στο νοσοκομείο πήρε την Ειρήνη τηλέφωνο και εκέινη πανικόβλητη για την κατάσταση της Μυρτώς έτρεξε κοντά της.

        Το ταξίδι από την Σύρο στην Αθήνα ήταν ατελείωτο για τον Θάνο. Σαν άγριο θηρίο πηγαινοερχόταν καθώς περίμενε να φτάσουν στην Αθήνα για να τρέξει κοντά στην γυναίκα που αγαπούσε. Μόλις έδεσε το καράβι στο λιμάνι πετάχτηκε έξω και έτρεξε στο πάρκινγκ για να πάρει το αυτοκίνητό του. Έκατσε στην θέση του οδηγού και έπιασε το τιμόνι. Τα χέρια του έτρεμαν, το μυαλό του έτρεχε σε κείνη. Λίγη ώρα πριν του τηλεφώνησε ο Νώντας και τον ενημέρωσε για το τι συνέβει. Η καρδιά του Θάνου ήταν χίλια κομμάτια, η αγριεμένη θάλασσα έμοιαζε με την ψυχή του. Μίσος έσταζε για την γυναίκα αυτή, την μάνα της γυναίκας που αγαπούσε. Πόσο ειρωνικό μπορούσε να είναι αυτο; Δεν θυμόταν καν πως έφτασε στο νοσοκομείο. Είχε το χέρι στην κόρνα σε όλη την διάρκεια της διαδρομής, να κερδίσει χρόνο, να τρέξει στο πλάι της, να μην σταθεί κανένας εμποδιο μπροστά του.

        Είδε απο μακριά τον Νώντα, την Ειρήνη και την Άννα να περιμένουν έξω απο το δωμάτιο όπου είχαν μεταφέρει την Μυρτώ. Τρία κεφάλια, τρία ζευγάρια μάτια γύρισαν ταυτόχρονα προς το μέρος του. Ήξερε οτι είχε τα χάλια του, άηπνος και ταλαιπωρημένος απο την ένταση των τελευταίων ωρών αλλά δεν τον ένοιαζε. Τα βλέμματα στα πρόσωπά τους ήταν σκοτεινά, δακρυσμένα. Απο μέσα του δεν είχε σταματήσει να παρακαλάει τον Θεό να προστατεύσει την Μυρτώ και το αγέννητο παιδί του. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος αλλά απόψε είχε ανάγκη να πιστέψει κάπου, είχε ανάγκη να στηρίξει τις ελπίδες του σε κάτι μεγαλύτερο. Ήξερε οτι εαν αυτό το παλιοθήλυκο έφτανε στην Μυρτώ του, εκέινη δεν θα το άντεχε. Η ευαίσθητη ψυχή της, η αθώα της καρδιά, δεν θα άντεχε το βάρος αυτό. Δυστυχώς επιβεβαιώθηκε.

Η φωτιά {GW15}Onde histórias criam vida. Descubra agora