Η αντιπαράθεση 28

5.6K 473 25
                                    

         Το ζεστό μπάνιο χαλάρωσε την Μυρτώ, ήταν ότι χρειαζόταν εκείνη την στιγμή. Φόρεσε τις χνουδωτές της πιτζάμες και κάθισε στον καναπέ με ένα κουτί σοκολατάκια ανοιχτό κοντά της. Χαμογέλασε αχνά, γιατί ήταν σίγουρη οτι αν την έβλεπε τώρα ο Θάνος θα γελούσε με την καινούρια της αδυναμία. Ανέβασε τα πόδια της στον καναπέ και άνοιξε το βιβλίο της. Ο ήχος του κουδουνιού τάραξε την ησυχία της. Σηκώθηκε αργά και προχώρησε προς την είσοδο. “Νωρίς ήρθε η Άννα” μονολόγησε. Πηγαίνοντας προς την πόρτα άρχισε το κινητό της να χτυπάει. Γύρισε το κεφάλι της προς την κουζίνα που το είχε αφήσει, αλλά η επιλογή είχε γίνει, το χέρι της γύρισε αργά το πόμολο και μπροστά της στάθηκε η καταστροφή.

        “Παρακαλώ” ρώτησε την άγνωστη γυναίκα μπροστά της. Εκείνη απέμεινε να την κοιτάει, μια την φουσκωμένη της κοιλιά, μια το πρόσωπό της. Η Μυρτώ ασυναίσθητα έβαλε το χέρι πάνω στην απόδειξη της εγκυμοσύνης της. Ένα ρίγος την διαπέρασε και κοίταξε πιο έντονα την γυναίκα μπροστά της. “Παρακαλώ” της ξαναλέει πιο σιγανά “ψάχνετε κάποιον;”. Η γυναίκα προχώρησε προς το μέρος της Μυρτώς αποφασιστικά. “Εσένα ψάχνω Μυρτώ, να περάσω;” την ρωτάει και μια λάμψη πέρασε απο τα σκοτεινά της μάτια. 'Εκανε στην άκρη και η γυναίκα πέρασε στο σαλόνι, έριξε μια ματιά τριγύρω και το βλέμμα της στάθηκε πάνω της. Η Μυρτώ κοίταξε εξεταστικά την γυναίκα που στεκόταν μπροστά της. Φαινόταν ταλαιπωρημένη, γερασμένη, δεν μπορούσε να υπολογίσει την ηλικία της, αλλά τα μάτια της, σκοτεινά και άγρια της ήταν πολύ οικεία. “Με γνώρισες ή ακόμα” άκουσε την φωνή της να την ρωτά. Η Μυρτώ έσμιξε τα μάτια της, και την ξανακοίταξε πιο έντονα αυτή τη φορά. Η ανάσα της βγήκε κοφτή, βαριά, κάπου στο βάθος άκουσε το τηλέφωνο να ξαναχτυπά μανιασμένα. Η γυναίκα έδειξε να θορυβείται απο αυτό. “Δεν έχουμε χρόνο” της ξαναλέει πιο έντονα. Την πλησιάζει ένα βήμα και η Μυρτώ οπισθοχωρεί. Πιάνει και πάλι την κοιλιά της. “Μην με φοβάσαι, να σου ανοίξω τα μάτια θέλω, πάντα ευκολόπιστη ήσουν απο μικρή” της ξαναείπε. Κόλλησε το βλέμμα της στα τρομαγμένα μάτια της Μυρτώς. “Εγώ είμαι Μυρτώ, πέρασαν πάνω απο είκοσι χρόνια, αλλά δεν νομίζω να άλλαξα τόσο” της ξαναείπε χαμογελώντας. Εκείνη είχε παγώσει, με δυσκολία κατάφερε να ψελλίσει, “Σοφία” ήταν περισσότερο δήλωση παρά ερώτηση. Τα μάτια της γυναίκας έλαμψαν στο άκουσμα του ονόματός της. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Η Μυρτώ φανερά σοκαρισμένη της κοιτούσε με μάτια διάπλατα απο την έκπληξη. Έκανε λίγα βήματα πιο πέρα και κάθισε στον καναπέ. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.

Η φωτιά {GW15}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant