Η Μυρτώ κατέβηκε απο το αεροπλάνο, πήρε τις αποσκευές της και προχώρησε προς την έξοδο. Έψαξε με το βλέμμα της την Ειρήνη αλλά είδε την Άννα να την πλησιάζει γελαστή. “Καλώς ήρθες όμορφη!” της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά. “Σ' ευχαριστώ” της είπε και συνέχισε να ψάχνει για την άλλη της φίλη “νόμιζα οτι θα ερχόταν και η Ειρήνη μαζί”. Η Άννα πήρε την αποσκευή της, και προχώρησε προς το πάρκινγκ, μας περιμένει σπίτι σου, ήθελε να μαγειρέψει για σένα!” την είπε εύθυμα.
Η διαδρομή ήταν πολύ σύντομη, μοιράστηκαν τα νέα τους, ανυπομονώντας να φτάσει σπίτι της. Φτάνοντας ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να συναντήσει την φίλη της. Τελικά την είχε πεθυμήσει περισσότερο απο όσο πίστευε. Άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά της και μπήκε μέσα. “Ειρήνη!” της φώναξε πηγαίνοντας προς την κουζίνα. Μπήκε μέσα και την είδε να φτιάχνει το τραπέζι “καλώς την!” είπε και άνοιξε την αγκαλιά της. Η Μυρτώ πάγωσε για μια στιγμή στην θέση της. Κοίταξε την Ειρήνη και το βλέμμα της έπεσε στην φουσκωμένη κοιλιά της. Τα μάτια της άνοιξαν απο έκπληξη, μόνο αυτό δεν περίμενε να δει. Άκουσαν την Άννα να μπαίνει στο διαμέρισμα και μετά να κατευθύνεται και εκείνη στην κουζίνα. “Ειρήνη” κατάφερε να ψιθυρίσει και έτρεξε στην αγκαλιά της. “Τι έκπληξη είναι αυτή, είμαι πολύ χαρούμενη για σένα” της είπε και πάλι σιγανά. Η Ειρήνη την κρατούσε γερά στην αγκαλιά της και δάκρυα ήρθαν στα μάτια της απο την συγκίνηση μαζί με τις ορμόνες. Έβαλε τα χέρια απαλά στην κοιλιά της και την χάιδεψε “πάνε όλα καλά;” την ρώτησε με ενδιαφέρον. “Όλα τέλεια, η βαφτισιμιά σου, μεγαλώνει και κλωτσάει αρκετά δυνατά” της είπε με χαμόγελο. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της Μυρτώς, “είσαι σίγουρη;” την ρώτησε σιγανά “απολύτως” της απάντησε και την αγκάλιασε απαλά. Δάκρυα κυλούσαν απο τα μάτια της, δάκρυα χαράς για την ευτυχισμένη φίλης της, και δάκρυα πόνου γιατί εικόνες που ήθελε να ξεχάσει ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά της σαν να μην πέρασε μια μέρα απο τότε.
Το τετραήμερο πέρασε πολύ γρήγορα. Οι τρεις φίλες βγήκαν βόλτες, έκαναν περιπάτους, προσπαθούσαν να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Την τελευταία βραδιά η Μυρτώ πήγε στο σπίτι της Ειρήνης και του Νώντα. Η ατμόσφαιρα ήταν λίγο περίεργη μεταξύ τους αλλά γρήγορα ξεπεράστηκε. Της ανακοίνωσαν οτι τα Χριστούγεννα θα γινόταν επιτέλους ο γάμος τους και εκείνη αμέσως τους ζήτησε να γίνει και κουμπάρα. Έβλεπε τον έρωτά τους να ξεχυλίζει, ο Νώντας την λάτρευε και δεν έχανε λεπτό που να μην της το δείχνει. Η Ειρήνη βγήκε για λίγο απο το δωμάτιο και τους άφησε επίτηδες μόνους. Ήταν σίγουρη οτι η φίλη της ήθελε να μιλήσει στον Νώντα, να τον ρωτήσει για τον Θάνο, και της έδινε την ευκαιρία να το κάνει. “Πως είσαι Μυρτώ” την ρώτησε ο Νώντας κοιτώντας την εξεταστικά. Η Μυρτώ χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της και τα έπλεξε. Χαμογέλασε αχνά “καλά, προσπαθώ”. Σταμάτησε για λίγο και σήκωσε το βλέμμα της πάνω του “εκείνος πως είναι;”. Ο Νώντας πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να την κοιτάει επίμονα σαν να την κατηγορούσε για τα λόγια που θα έλεγε “χάλια. Είναι απλά χάλια Μυρτώ” σταμάτησε για λίγο και συνέχισε, “Κάθε φορά που μιλάω μαζί του, βουλιάζει πιο πολύ. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω”. Πόνος και θλίψη γέμισαν τα μάτια της Μυρτώς “πότε θα γυρίσει;” τον ρώτησε σιγανά λες και φοβόταν την απάντηση. Ο Νώντας ανασήκωσε τους ώμους “ελπίζω να έρθει για τον γάμο τα Χριστούγεννα”. Εκείνη κατένευσε χαμηλώνοντας και πάλι το βλέμμα στα χέρια της. “Μυρτώ”, πήρε το λόγο ο Νώντας, “τον αγαπάς; πες μου ειλικρινά σε παρακαλώ, γιατί εαν η απάντησή σου είναι ναι, πρέπει να τον λυτρώσεις, να τον βγάλεις απο την μιζέρια του και την δυστυχία”. Δεν πρόλαβε να απαντήσει η Μυρτώ, τους διέκοψε η Ειρήνη που μπήκε στο δωμάτιο. Πρόλαβε και είδε το αναστατωμένο βλέμμα της φίλης της, την απογοήτευση στο βλέμμα του αγαπημένου της.
ESTÁS LEYENDO
Η φωτιά {GW15}
RomanceΟ Θάνος και η Μυρτώ. Η Μυρτώ και ο Θάνος. Η ιστορία τους ξεκίνησε χρόνια πριν. Η Μυρτώ ήταν ακόμα παιδί. Ένας έρωτας που γεννήθηκε στα παιδικά μάτια ενός κοριτσιού και τελείωσε εκεί. Χωρίς μια κουβέντα. Χωρίς ένα γιατί. Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε...