Σύρος- 14

6.5K 510 10
                                    

Η Σύρος ήταν πανέμορφη τον Αύγουστο. Η Ειρήνη δεν το χόρταινε αυτό το μέρος! Από την στιγμή που πάτησε το πόδι της εκεί, μόνο για τις ομορφιές αυτού του τόπου έλεγε. Όταν λίγες μέρες μετά τα τελευταία γεγονότα στο σπίτι της Ειρήνης, η Μυρτώ την πήρε τηλέφωνο, επέμενε να μάθει που βρίσκεται, και της είπε μόνο όταν η Ειρήνη την απείλησε οτι θα πάει στην αστυνομία να δηλώσει την εξαφάνισή της. Ανέβηκε Θεσσαλονίκη για να δει τους δικούς της και μόλις τελείωσε με κάποιες εκρεμμότητες, η Ειρήνη πήρε το πρώτο πλοίο και έφυγε για το νησί, παρά τις διαμαρτυρίες της Μυρτώς. Δεν την ειχε βρει σε καλή κατάσταση, ήταν φανερά αδυνατισμένη με μαύρους κύκλους κάτω απο τα μάτια. Φαινόταν οτι ψυχολογικά έπεφτε κάθε μέρα περισσότερο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν της έκανε κουβέντα για την συνάντηση που είχε με τον Θάνο σχεδόν ένα μήνα πριν, για να μην την αναστατώσει περισσοτερο.

        "Μυρτώ θα πάμε θάλασσα;" της φώναξε απο το μπαλκόνι ενώ ξεφύλλιζε αδιάφορα ένα περιοδικό. Η Μυρτώ ήταν ακόμα ξαπλωμένη, ούτε και για πρωινό είχε κατέβει εκείνο το πρωι. "Δεν έχω όρεξη σήμερα, μάλλον θα μείνω μέσα" της λέει από το κρεβάτι. " Έλα ρε Μυρτώ, τόσες μέρες είμαι εδώ, κάθε μέρα χάλια είσαι. Πάμε να σε δει λιγάκι ο ήλιος, είσαι πολύ χλωμή" της είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. "Αλήθεια Ειρήνη το στομάχι μου δεν ειναι στα καλύτερά του τις τελευταίες μέρες" κάνει εκείνη κουρασμένα. "Θέλεις να καλέσω γιατρό;" της λέει ανήσυχα. "Όχι νιώθω λίγο καλύτερα από χθες, αλλά είναι καλύτερα να μείνω μέσα και σήμερα" της είπε άχρωμα. Η Μυρτώ ντύθηκε πήρε τα κλειδιά του δωματίου "κοιμήσου τότε Μυρτώ, ξεκουράσου και θα τα πούμε σε λιγάκι. Θα σου κρατάω και ένα τσάι γυρίζοντας". Η Μυρτώ της ένευσε από το κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ και ταραγμένο με πρωταγωνιστή για ακόμα μια φορά τον Θάνο. Είχε περάσει πάνω από μήνας απο την τελευταία φορα που τον είδε, αλλά δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της, ήταν και αυτή η ίωση που την ταλαιπωρούσε τελευταία και έκανε την ζωή της ακόμα πιο δύσκολη.

       Πίσω στην Αθήνα, η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα έκρυθμη. Ο Νώντας βρισκόταν τουλάχιστον δέκα λεπτά έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του Θάνου και χτυπούσε. Εκείνος ήταν σίγουρα μέσα, αφού το αυτοκίνητό του ήταν στο πάρκινγκ. "Ρε Θάνο άνοιξε γαμώτο την πόρτα, Θάνο! Δεν φεύγω εαν δεν ανοίξεις!" συνέχισε να του φωνάζει, σηκώνοντας τον τόνο της φωνής του μερικές οκτάβες παραπάνω. Λίγα λεπτά μετά άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο του κλειδιού που γυρίζει και η πόρτα άνοιξε. "έλεος ρε μαλάκα! Που θα πάει αυτή η κατάσταση!" του λέει απότομα και μπαίνει στο σαλόνι του. "Λέγε τι θες, δεν έχω κέφια" του λέει ξερά και προχωράει να πάρει το ποτήρι με το ουίσκι που είχε αφήσει στο τραπεζάκι. Ο Νώντας του έριξε μια ματιά από πάνω μέχρι κάτω "Ρε φίλε πως έχεις καταντήσει έτσι, δεν σε αναγνωρίζω". Ο Θάνος είχε τα χάλια του, φορούσε τσαλακωμένα ρούχα, γένια τουλάχιστον μίας εβδομάδας και οι μαύροι κύκλοι είχαν εγκατασταθεί στο κάτω μέρος των ματιών του. "Πρέπει να συνέλθεις, τόσος καιρός έχει περάσει, τι θα γίνει εαν δεν την βρεις; θα συνεχίσεις αυτήν την κατηφόρα, παραμελείς την δουλειά σου, τον εαυτό σου" η φωνή του Νώντα έκρυβε την ανησυχία του για τον φίλο του. "Θα την βρώ Νώντα, θα την βρώ ο κόσμος να χαλάσει και τότε θα την φέρω από τα μαλλιά  πίσω, να μάθει οτι δεν μπορεί να παίζει μαζί μου, όχι μαζί μου. Ένα πήδημα ήμουν γι αυτήν, τίποτα άλλο. Θα το πληρώσει αυτό" κάθε λέξη του έσταζε δηλητήριο. Το πρόσωπο του Νώντα συνοφρυώθηκε "άστην ρε φίλε ξέχασέ την, έλα να βγούμε απόψε, κάποια στιγμή θα γυρίσουν και οι δύο, όταν γίνει αυτό θα δούμε τι θα κάνουμε". "Φύγε Νώντα, το ξέρεις οτι δεν θα έρθω, θα τα πούμε αύριο, θα πάω στο γραφείο το πρωί" του απάντησε κουρασμένα και κάθισε στον καναπέ με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Ο Νώντας κατένευσε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, πριν την κλείσει πίσω του, έριξε ένα βλέμμα στον φίλο του, κούνησε το κεφάλι και την έκλεισε μαλακά. "Που εξαφανίστηκες αγριόγατα, θα σε βρώ, όπου και να έχεις πάει θα σε βρω" είπε ψιθυριστά πηγαίνοντας στο αμάξι του. 

        Είχαν φτάσει κιόλας στα μέσα του Αυγούστου, η ζέστη ήταν αποπνικτική αλλά ευτυχώς είχαν την θάλασσα στα πόδια τους να τους δροσίζει κάθε στιγμή της ημέρας. Η Μυρτώ είχε σχεδόν αναρρώσει από την ίωση που την ταλαιπωρούσε, η ναυτία που ένιωθε είχε περιοριστεί κυρίως τα πρωινά και έτσι μπορούσε να απολαύσει την παρέα της φίλης της. Η Ειρήνη δεν την άφηνε στιγμή μόνη της, την ξεσήκωνε για βόλτες, για κολύμπι, για νυχτερινές εξόδους. Η ψυχολογία της Μυρτώς ήταν ακόμα αρκετά πεσμένη αλλά η Ειρήνη δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Το προηγούμενο βράδυ η Μυρτώ είχε ενεργοποιήσει για λίγο το κινητό της, δεν είχε καμία ειδοποίηση, κανένα μήνυμα, καμία κλήση. Αυτό ήταν χαμογέλασε πικρά. Τέλος. Τόσο κράτησε το ενδιαφέρον του, σκέφτηκε, ευτυχώς που υπάρχει η Μάγδα και θα τον παρηγορεί τώρα, πέρασε από το μυαλό της και πέταξε το τηλέφωνο στο κρεβάτι με νεύρα. "Τι έπαθες" ρώτησε η Ειρήνη και την κοίταξε εξεταστικά. "Καμία κλήση Ειρήνη, αυτό ήταν" της λέει πικραμένη. "Εντάξει μην στενοχωριέσαι, γι' αυτο δεν απομακρύνθηκες;" την ρωτά. "Μυρτώ δεν σε ρώτησα ποτέ γιατί έφυγες έτσι ξαφνικά ούτε υποχρεωμένη είσαι να μου απαντήσεις αλλά..." η Μυρτώ την διακόπτει "αλλά θα ήθελες να ρωτήσεις κατα βάθος έτσι δεν είναι" την ρωτάει χαμογελώντας. "Ε ναι βρε Μυρτώ, αλλά όπως και νά' χει μ' αυτήν σου την απόφαση κάνουμε πρώτη φορά διακοπές μαζί για τόσο καιρό!" λέει και γελάει δυνατά.Η Μυρτώ χαμογέλασε αλλά το πρόσωπό της γρήγορα σκοτείνιασε "Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ, κάναμε έρωτα μέχρι τα ξημερώματα, του έδωσα το κορμί μου, του έδωσα την ψυχή μου και εκείνος έφυγε τρέχοντας, χαράματα, γιατί τον πήρε κάποια Μάγδα τηλέφωνο". Η Ειρήνη την κοιτούσε στα μάτια περιμένοντας να συνεχίσει, "ξύπνια ήμουν Ειρήνη και τον άκουσα να της μιλάει". "Μήπως ήταν η αδελφή του, κάποια φίλη;" ρώτησε και εισέπραξε το θυμωμένο βλεμμα της φίλης της "δεν έχει αδελφή, γκόμενα ήταν, τέτοια ώρα γκόμενα ήταν!" λέει έντονα. Κάτι ήξερα που δεν το συμπαθούσα το κάθαρμα, σκέφτηκε σιωπηλά η Ειρήνη. "Εντάξει, εντάξει" της απαντά, δεν ήθελε να την ταράξει παραπάνω. 

        Σωτήριο ήταν το χτύπημα στην πόρτα του δωματίου τους εκείνη την στιγμή. Άνοιξε η Ειρήνη την πόρτα και μπήκε χαμογελαστή η Άννα, η κοπέλα που δούλευε σαν καμαριέρα στα ενοικιαζόμενα δωμάτια και περνούσε σχεδόν καθημερινά από το δικό τους. "Καλησπέρα κορίτσια" τους είπε με χαρά, η οποία κόπηκε μόλις είδε το συννεφιασμένο πρόσωπο της Μυρτώς. "όλα καλά;" τις ρώτησε με ενδιαφέρον. Είχε γνωριστεί αρχικά με την Μυρτώ και μετά που ήρθε και η Ειρήνη κόλλησαν σαν παρέα οι τρεις τους. Είχαν βγεί μερικές φορές και πάντα γελούσαν με τα αστεία της Άννας, αυτό το κορίτσι ήταν η χαρά της ζωής. Παρόλο που εκείνη κόντευε τα 29 είχαν κολλήσει και είχαν φτιάξει μια όμορφη έστω και μικρή παρέα, γυναικών. "Μια χαρά" φώναξε λίγο παραπάνω η Ειρήνη από τι έπρεπε "πέρασε σχεδόν και η ίωση που την ταλαιπωρούσε οπότε αύριο το βράδυ έχει έξοδο, θα το κάψουμε!" τους είπε και χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένη. Και οι τρεις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Αμέσως διαλύθηκε το βαρύ κλίμα που είχε απλωθεί μέχρι πριν λίγο ανάμεσά τους.

Η φωτιά {GW15}Where stories live. Discover now