Θάνος- 9

7.7K 594 12
                                    


Ο Θάνος βγήκε από το σπίτι της Μυρτώς και έκλεισε πισω του την πόρτα. Την άφησε αναστατωμένη και σοκαρισμένη, απο την πρώτη τους συνάντηση μετα απο τόσα χρόνια, αλλά εαν έμενε λεπτό παραπάνω τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Θα άκουγε πράγματα τα οποία δεν ήταν έτοιμος να ακούσει.  Βγήκε από την πολυκατοικία και κατευθύνθηκε στο αμάξι του. Κάθισε στην θέση του οδηγού και έβγαλε ενα μπουκάλι με αλκοολ απο το ντουλαπάκι, από την πλευρά του συνοδηγού. "Αυτή η γυναίκα θα με κάνει αλκοολικό" σκέφτηκε με πίκρα. Έκατσε πολλή ώρα εκεί, μετά που έσβησε το φως στο διαμέρισμά της. Χάζευε τα σκοτεινά παράθυρά της, έπινε ουίσκι και σκεφτόταν. Πολύ δύσκολη αυτή η νύχτα με τόσες σκέψεις να κατακλύζουν τον νου. Πως τα φοβόταν όλα αυτά που ένιωθε για την Μυρτώ! Πόσο πάλεψε ειδικά στις αρχές να την βγάλει από την σκέψη του και την καρδιά του. Αδύνατον όμως. Η ζωή του ήταν κενή και σκοτεινή στην Αμερική. Έκανε σχέσεις, βγήκε με γυναίκες, η Μυρτώ πάντα βρισκόταν στο μυαλό του. Είχαν περάσει τόσα χρόνια και η μορφή της ακόμα τον ακολουθούσε, τα μαύρα μάτια της τον έκαιγαν, την λαχταρούσε, ήθελε τον έρωτά της, φωτιά έπαιρνε το κορμί του τα βράδια και έψαχνε να ανακουφιστεί σε ξένα σώματα. Τότε ήταν που έβαλε κάποιον να ψάξει γιαυτήν, να βεβαιωθεί οτι είναι καλά, οτι έχει προχωρήσει την ζωή της. Έμαθε οτι η γιαγιά της είχε πεθάνει σχεδόν ένα χρόνο πριν, και αμέσως πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ξεκίνησε διαδικασίες να πουλήσει την εταιρία του, να τακτοποιήσει τις εκρεμμότητές του, και μόλις τα κατάφερε επέστρεψε στον τόπο του.

        Ένα χρόνο περίπου την παρακολουθούσε στενά. Που μένει, που δουλεύει, ποιον βλέπει τι κάνει στον ελευθερό της χρόνο. Είχε μάθει τα πάντα γι αυτήν, αλλά ο Θάνος Αλεξίου ο δυναμικός και αμείλικτος επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης δείλιαζε μπροστά στην προοπτική να συναντήσει και πάλι τον έρωτα της ζωής του. Φοβόταν την δική της απόρριψη, τον πόνο που θα του προκαλούσε. Την παρακολουθούσε σαν κλέφτης, την έβλεπε να γελά στο πλευρο ενός άλλου άνδρα, να την κρατά απ' το χέρι, να την φιλάει και ήταν έτοιμος να του επιτεθεί σαν το λύκο που υπερασπίζεται την αγέλη του. Την φανταζόταν να κάνει έρωτα μαζί του, να αγγίζει το κορμί που του ανήκει και τρελαινόταν, τον έπιανε απελπισία. Την έχανε, το ήξερε, και έπρεπε να κάνει κάτι πριν να είναι πολύ αργά. Και να που τα κατάφερε απόψε, να σταθεί μπροστά της, να της μιλήσει να την κρατήσει στην αγκαλιά του, να ρουφήξει το άρωμά της, μετά από τοσο καιρό. Πόσο του είχε λείψει η ζεστασιά της, τα όμορφα μελαγχολικά της μάτια, τα πλούσια μαύρα της μαλλιά.
        Ήταν σίγουρος οτι το σοκ θα ήταν μεγάλο, αλλά δεν φανταζόταν οτι η Μυτώ θα πάθαινε κρίση πανικού. Για μια στιγμή νόμιζε οτι της κόπηκε η αναπνοή, τρόμαξε, της μιλούσε όμως γλυκά με σταθερή φωνή και ευτυχώς συνήλθε γρήγορα. Δεν ήξερε εαν  στο βάθος χάρηκε που τον είδε γιατί μόνο πόνο έβλεπε στα μάτια της, σκοτεινά και φουρτουνιασμένα, σαν την θάλασσα μια χειμωνιάτικη νύχτα. Δεν του έκανε καμία ερώτηση, δεν την ενδιέφερε πια; δεν ήθελε;. Το μόνο που έλεγε ήταν η λέξη "έφυγες", τον κατηγόρησε με το δίκιο της, ένιωσε την εγκατάληψη και φοβάται. Παρόλο που της είπε πολλές φορές οτι ήρθε και θα μείνει, φοβάται. Ο Θάνος δεν μπορούσε να ξέρει τι σκεφτόταν, αν ένιωθε κάτι γιαυτόν, έστω και θυμό, θα  ήταν φυσικά καλύτερο από το τίποτα. Όταν του ζήτησε να φύγει, φοβήθηκε, τρόμαξε, αυτό ήταν σκέφτηκε από μέσα του, τελείωσαν όλα. Άργησε πολύ. Την πήρε στην αγκαλιά του λίγο πριν της πει καληνύχτα, και ζωντάνεψε ξανά, ένιωσε το κορμί του να καίει κοντά της και της ψιθύρισε αυτό που ήθελε χρόνια να της πει "εμείς είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο μωρό μου". Και τότε πήρε την απόφασή του, θα παλέψει για την γυναίκα που αγαπάει.
        Σχεδόν ξημερώματα γύρισε στο σπίτι του, έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και πρώτη φορά που ο ύπνος του ήταν βαθύς, χωρίς εφιάλτες. Το κουδούνι άρχισε να χτυπάει σαν τρελό λίγο μετά τις οχτώ το πρωί, σηκώθηκε με αρκετή προσπάθεια, καθώς το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει. Τα χτυπήματα έγιναν πιο έντονα και ο Θάνος πλησιάζοντας την πόρτα μουρμούρισε "ποιός μαλάκας είναι πρωί πρωί γαμώτο", ανοίγοντας, μπαίνει ο Νώντας. "Ποιός άλλος θα ήταν" ξαναλέει τρίβοντας το μέτωπό του. Το βλέμμα του Νώντα σκότωνε άνθρωπο. "Πας καλά γαμώτο μου; που στο διάολο είσαι όλη νύχτα, γιατί έκλεισες το γαμημένο κινητό σου;" οι φωνές του σίγουρα ακουγόταν μέχρι την πυλωτή της πολυκατοικίας.

Η φωτιά {GW15}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant