3 χρόνια μετά.
Οι κοιλιά μου άρχισε να γουργουρίζει έτσι κατάλαβα ότι είναι καιρός να φάω.Κοιτάω την ώρα στο χέρι μου.12:35.
Μεσάνυχτα;
Ποτέ πήγε;Έχω τόσο διάβασμα και διαβάζω τόσες ώρες που έχω χάσει την έννοια της ώρας.
Βάζω νερό στην κατσαρόλα.Μακαρόνια με τυρι για άλλη μια φορά υποθέτω.
***
Τελειώνει το μάθημα και πάω να πάρω έναν καφέ στα γρήγορα πριν αρχίσει το επόμενο.
«Έναν καφέ σκέτο παρακαλώ»λέω και ψάχνω στις τσέπες να βρω ψιλά.Αλλά δεν βρίσκω πουθενά.Που στο καλό ειναι;
Και μετά θυμάμαι.Ότι δεν πήρα σήμερα.Ξέχασα.
Υπέροχα.«Άστο.Κερνάω εγώ»ακουω την φωνή της Μελινας και αφήνει λεφτά πανω ενώ εμένα μου δίνουν τον καφέ.
Εκείνη ήδη έπινε.Μάλλον με είδε να ψάχνω τις τσέπες μου.
«Με έσωσες.Το ξέρεις;»της λέω καθώς περπατάμε δίπλα δίπλα πάλι για την αίθουσα.
«Κάποιος έφυγε βιάστηκα μάλλον από το σπίτι του»λεει με ένα χαμόγελο.
«Δεν κοιμήθηκα και καθόλου»απανταω αφού μέχρι της 4 σίγουρα διάβαζα.
«Παθολογική ανατομία να φανταστώ»το βρίσκει.
«Ναι!!!Ακομα και στον ύπνο μου ιστοχημικές,ανοσοϊστοχημικές τεχνικές και...»λέω.
«Άσε με να μαντέψω.Και τεχνικές μοριακής βιολογίας»λεει και γελάμε.Είμαστε στο ίδιο εξάμηνο αρα ξέρει ακριβώς τι εννοώ.
«Ωραία όνειρα βλέπεις.Αντί να ονειρεύεσαι κανένα κορίτσι έτσι όμορφο ψηλό εσυ βλέπεις τεχνικές...»με πείραζει τώρα.
«Που χρόνος για όμορφο ψηλό κορίτσι»λέω αφού ούτε να φάω προλαβαίνω.
«Η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να κανείς νέα σχέση ενώ σπουδάζεις ιατρική.Εκτός αν έχεις κανένα αίσθημα στο σπίτι πίσω.Έμαθα είσαι από μικρή πόλη αρκετά μακριά από εδώ»λεει.Όχι αίσθημα πίσω στο σπίτι.Την καρδιά μου άφησα εκεί.Την καρδιά μου ολόκληρη.
Το όμορφο πρόσωπο της Κασσανδρας εμφανίστηκε μπροστά μου.Κουνάω το κεφάλι επειδή αυτό δεν θα με βοηθήσει πουθενά.
«Όχι.Δεν εχω τίποτα πίσω στο σπίτι.Μόνο τους γονείς μου»απανταω.
Ούτε την Κασσανδρα ούτε τον Σωκράτη αλλά ούτε την Ολίβια.«Αρα ελεύθερος και ωραίος»λεει.
«Και ξενυχτισμένος.Και χωρίς λεφτά»λέω και αυτό την κάνει να σκάσει στα γέλια.***
Του φτιάχνω το μαξιλάρι καλύτερα.
«Είσαι άνετα μπαμπά;»ρωτάω.
«Μια χαρά ναι.»λεει.Σε ευχαριστώ Θεέ μου που είναι καλά.
Με πήρε η μαμά μου και έκλαιγε.Ο μπαμπάς μου έπαθε εγκεφαλικό.Έτρεξα εδώ σφαίρα.Ευτυχώς είναι καλά.Μόλις ήρθαμε σπίτι και είναι καλά.
«Με τρόμαξες...»του λέω και κοιτάω το πρόσωπο του που για μια στιγμή νόμιζα δεν θα το ξαναδώ.
«Κακώς που στο είπε η μαμά.Άφησες την σχολή και τα μαθήματα και ηρθες εδώ»
«Φυσικά και θα τα άφηνα.Δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από εσάς»του λέω.
Γελάει.«Το σπίτι είναι άδειο χωρίς εσένα»λεει μετά.
Δεν μίλησα.
«Δεν έρχονται και τα παιδιά πλέον.Δεν ξέρω τι κάνουν»λεει και καταλάβω για ποιους λεει.
«Καλά θα είναι.Είμαι σίγουρος»λέω.Τον σκεπάζω όταν μπήκε η μαμά μέσα.
«Ήρθε ο Σωκρατης»λεει και γυρνάω να την δω.
«Τι;»λέω.
«Ήρθε να πει περαστικά.Του είπα να περάσει αλλά είχε δουλειά λεει.Αν τρέξεις σίγουρα θα τον προλάβεις»λεει και έχω ήδη σηκωθεί και έχω βγει έξω και έχω ανοίξει την πόρτα.Τον βλέπω αρκετά μακριά.Σίγουρα αυτή είναι η πλάτη του.Είχε κάνει και σκουλαρίκι στο αυτί.Είχαν μακρύνει και τα μαλλιά του.
«Σω...»είπα και σταμάτησα.
Τι κάνω;Να τον φωνάξω να πω τι;
Έχει περάσει καιρός.Εγώ δεν είμαι ο ίδιος με τότε και σίγουρα ο Σωκρατης δεν είναι και ο ίδιος Σωκρατης.Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα.
Πάω στο δωματιο μου.Ένα μπάνιο τώρα είναι ότι πρέπει.Βγάζω καθαρά ρούχα αλλά πριν φύγω κοιτάω το κρεβάτι μου.
Το κρεβάτι που έχει κοιμηθεί εδώ η Κασσανδρα άπειρες φορές.Και επίσης το κρεβάτι που κοιμήθηκαν ο Σωκρατης με την Κασσανδρα.
Κουνάω το κεφάλι μου.
Ήρθα για τους γονείς μου.
Ήρθα μόνο για τους γονείς μου.
YOU ARE READING
Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )
RomanceΔευτερο βιβλίο της σειράς. Μετά από πέντε χρόνια τι συμβαίνει στην ζωή της Κασσανδρας,του Λευτέρη,της Ολιβιας και του Σωκράτη; Για πέντε χρόνια δεν μίλαγαν μέχρι που κάτι έγινε και τους έφερε κοντά.Φτάνει αυτό για να φτιάξει η φιλια τους;Ή οι σχέσει...