62.Ολιβια

456 56 14
                                    

Έβγαλα το φαγητό από το μάτι όταν άκουσα κλειδιά στην πόρτα.

Έτρεξα αμέσως να τον υποδεχτώ.
Τον βλέπω στην πόρτα έτσι πλησίασα και τον βοήθησα να βγάλει το μπουφάν.

«Καλώς τον άντρα μου»λέω χαρούμενη που επιτέλους ήρθε.
«Μωρό μου...»λεει και με τραβάει από την μέση κοντά του και αφού κολαει το σώμα του στο δικό μου με φιλαει.
Και αυτό το φιλί του ακόμα κάνει το στομάχι μου άνω κάτω.Όλα μέσα μου άνω κάτω.

Τον σπρώχνω αναγκαστικά.
«Είναι τα παιδιά μέσα...»λέω.
«Σιγά.Πως νομίζουν ότι τους κάναμε;»λεει και με τραβάει πάλι κοντά του.

Με φιλαει στον λαιμο τώρα και ανατρίχιασα ολόκληρη.

«Σωκράτη σταματα...»λέω αλλά δεν φαίνεται να ακούει.

«ΜΠΑΜΠΑ!!!»φωναζουν και τα δυο και τρέχουν στην αγκαλια του.Εκείνος σκύβει και τα σηκώνει και τα δυο και σηκώνεται όρθιος.

«Ηρθες»ρωτάνε μαζί.
«Φυσικά και ήρθα.Τι έγινε;Τι κάνατε σήμερα;Πως περάσατε στο σχολείο;»ρωτάει και πάνε μέσα στην κουζίνα και εγώ απλά τους ακόλουθω αθόρυβα.

Δουλεύει πολύ στην πιτσαρία αλλά όταν είναι σπίτι ασχολείται αποκλειστικά μαζί τους.
Τα λατρεύει.Και αυτά λατρεύουν αυτόν.

«Θα μας πάρεις εσυ από το σχολείο αύριο;..»ρωτάει η μικρή.
«Αν θέλετε»απαντάει.
«Και να μας πας στο μαγαζί.Να μας μάθεις να φτιάξουμε πίτσα!»λεει ο μεγάλος.

Γελάω.

«Αφήστε τον μπαμπά.Είναι κουρασμένος.Άντε να πλεινετε τα χέρια σας.Σε πέντε λεπτά τρώμε»λέω και βάζω τέσσερα πιάτα στο τραπέζι.
«Άκουσατε την μαμά.Άντε γρήγορα στο μπάνιο»λεει ο Σωκρατης και αυτά τρέχουν και φυσικά και κάνουν διαγωνισμό για το ποιος θα φτάσει πρώτος όπως και και κάνουν για τα πάντα.

Ακουμπάω κουτάλια και μετά βάζω την σαλάτα.

«Τι μυρίζει έτσι ωραία;»ρωτάει.
«Το φαγητό.Μόλις το έβγαλα»λέω και ανοίγω την κατσαρόλα.

Νιώθω ένα φιλί στον ώμο μου και μετά τα χέρια του με κρατάνε σφιχτά από πίσω.

«Εννοώ εσένα.Εσυ μυρίζεις ωραία.Μυρίζεις Ολίβια.Ξέρεις.Αγκαλιές και βιβλία και κρύο τσαι»μου λεει και χαμογελάω καθώς γυρνάω να τον δω.

Ποσό τυχερή είμαι που τον έχω δικό μου.
Που τον παντρεύτηκα.
Που κάναμε την μικρή μας οικογένεια.

Που ακόμα και μετά από τόσα χρόνια αυτά τα γκρι του μάτια κοιτάνε εμένα και μόνο εμένα.
Με την ίδια αγάπη.

«Με σκοτώνεις οταν με κοιτάς έτσι...»λεει.
Και τον φιλάω.Τον φιλάω με όλο μου το εγώ.Με όλο μου το είναι.

«Το βράδυ.Εσυ και εγώ.Ραντεβού.Στο κρεβάτι μας.Τι λες;»μου λεει με αυτό το πονηρό χαμόγελο του.
«Θα μπορούσαμε»απανταω.

Μετά έρχεται στο αυτί μου.
«Νομίζω το μωρό νούμερο #3 έχει σειρά.Τι λες;»ψιθιριζει.
«Τι έγινε Σωκράτη;Εσυ δεν ήθελες παιδιά...»τον πειραζω.
«Πήρα φορά τώρα και δεν πιάνομαι.Άλλωστε μια φορά θα είμαστε 17 έτσι;»με πειράζει και γελάω δυνατά με αυτό.

«Μόνο που αγάπη μου δεν είμαστε 17 πια.Είμαστε 35!»του θυμίζω κάτι που μάλλον το ξεχνάει συχνά.
«35 ε;Ποτέ πήγαμε;»ρωτάει.

Χαμογελάει και αυτό το χαμόγελο είναι πλέον η ζωή μου.Για αυτό το χαμόγελο του ζω.

Βάζει τα χέρια στην μέση μου και εγώ τον αγκαλιάζω σφιχτά καθώς τα όμορφα παιδάκια μας έρχονται στα πόδια μας τραγουδώντας.



Και είναι ωραία ζωη έτσι;
Κρίμα όμως που δεν είναι η δίκη μου.
Που δεν έγιναν έτσι.
Που δεν καταλήξαμε έτσι.

Επειδή εκείνη την νύχτα ο Σωκρατης ποτέ δεν ξύπνησε.Πέθανε στον ύπνο του.

Δεν ήθελε να μας ταλαιπωρήσει ούτε ακόμα και στον θάνατο του.
Γιατί αυτός είναι ο Σωκρατης.

Ήταν Ιούλιος.
Και όντως αυτό ήταν το τελευταίο του καλοκαίρι.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Donde viven las historias. Descúbrelo ahora