69.Ολιβια

459 54 3
                                    

Τον γνώρισε;
Του μίλησε;

Όλο αυτό δεν μπορώ να το διαχειριστώ.
Όχι.

«Με συγχωρείς...»λέω και τα αφηνω όλα εκεί και βγαίνω έξω.

Κάθομαι στα σκαλοπάτια της καφετέριας και άρχισα να κλαίω.Πάλι.

Αφησα και το μπουφάν στο αμάξι έτσι έχω παγώσει.

Πως γίνεται;Πως γίνεται να έχει φύγει και να είναι ακόμα παντου;Γύρω μου;

Είπε στον Άρη να περιμένει μετά τις γιορτές επειδή ηξερε ότι του είχα υποσχεθεί ότι μετά από 6 μήνες θα πω ναι σε οποιονδήποτε.

Θεέ μου γιατί;Γιατί πρέπει να το περνάω αυτό;
Γιατί;
Ποτέ εγώ θα γελάσω;
Ποτέ θα είμαι χαρούμενη;

Γιατί έπρεπε να φύγεις Σωκράτη;

Νιώθω κάποιον να κάθεται δίπλα μου και βλέπω τον Άρη.Μου δίνει μια χαρτοπετσέτα και την παίρνω για να σκουπίσω τα δάκρυα.

«Είσαι καλά;»ρωτάει.
«Όχι»απανταω.

Και κάθησε εκεί.Σιωπηλός.Και με άφησε να κλάψω για λίγο.Και εγώ το έκανα.Γιατί το χρειαζόμουν.

«Ο Σωκρατης που γνώρισες τότε.Πέθανε»λέω.
Μένει με τα μάτια ανοιχτά.

«Τι;Πως;»ρωτάει.
«Καρκίνο στους πνεύμονες»απανταω.
Με το χέρι του πιάνει το κεφάλι του.
«Για αυτο με ρώταγε αν είμαι υγιής;»
«Για να μην περάσω τα ίδια ναι»απανταω.

Κούναγε το κεφάλι του.
«Αρα ήσασταν μαζί;»ρωτάει.
«Δεν προλάβαμε αλλά στην καρδιά μου ναι.Ήμασταν μαζί»
«Λυπάμαι.Θα είναι δύσκολο...»λεει.

Δεν υπάρχει λέξη στο λεξιλόγιο για όλο αυτο που έχω νιώσει ή που ακόμα νιώθω.

«Ξέρεις Ολίβια και εγώ έχασα την μαμά μου πολύ νέος.Αρα σε καταλαβαίνω»λεει.
Τον κοιτάω και τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του σκλήρηναν.

«Ναι;Λυπάμαι»λέω.

Κοίταζε για λίγο το κενό.Σαν να σκεφτόταν κάτι.
«Πως είναι;Μετά από χρόνια ποναει το ίδιο;»ρωτάω μετά γιατί θέλω να ακούσω κάτι καλό.

«Πάντα θα ποναει.Απλά το συνηθίσεις.
Συνηθίσεις τον πόνο αυτο.Συνηθίσεις τον κόμπο στο στομάχι όταν βλέπεις την φωτογραφία τους.Συνηθίζεις να ποναει η ψυχή σου όταν έχουν γενέθλια και δεν είναι δίπλα σου να τα γιορτάσεις.Συνηθίσεις»
«Σου λείπει πάντα όμως έτσι;»
«Κάθε λεπτό»λεει σιγά

Θα έχει περάσει και αυτός δύσκολα.
Μπορώ να το καταλάβω.

«Συγνώμη για όλο αυτο σήμερα.Δεν θα το περίμενες.»
«Δεν πειράζει.Μην ζητάς συγνώμη.»λεει.

Παίρνω μια βάθια ανάσα.
«Κοιτά Άρη εγώ τώρα ακόμα προσπαθώ να μην χάσω τον εαυτό μου.Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο πέρα από αυτο.Αλλα αν θες μπορούμε να είμαστε φίλοι.Αυτό μόνο μπορώ να σου δώσω»του λέω την αλήθεια μου.
«Ξέρεις τι;Μια φίλη και εγώ την χρειάζομαι»λεει με ενα χαμόγελο.

Και δεν ήπιαμε ποτέ εκείνον τον καφε εκείνη την μέρα.Απλά καθίσαμε στα σκαλοπάτια και μιλάγαμε.
Και ήταν ωραία.

                                            ***

Στριφογυρίζω από την μια.Μετά από την άλλη,αλλά τίποτα.
Σήμερα δεν μπορώ να κοιμηθώ.

Σηκώνομαι και πάω στο παράθυρο.Κοιτάω έξω.
Έβρεχε.Βρέχει όλη μέρα.

Πιάνω το τηλέφωνο και κάνω το μόνο που θέλω αυτήν την στιγμή.Να ακούσω την φωνή του.

«Όμορφη γαλανομάτα μου...»

Αχ γλυκιά φωνούλα μου.

«Για να με παίρνεις σου λείπει η φωνή μου έτσι;»ρωτάει.
«Μόνο όλη μέρα και όλη νύχτα»απανταω.
«Έχω σεξι φωνή ο άτιμος το ξέρω.Πες μου.Ποιο είναι το πρόβλημα σου;Βγαλτα απο μέσα σου»

Ξεφυσαω.
«Πάνω κάτω είναι το ίδιο.Απλά μου λείπεις.Και σου υποσχέθηκα ότι θα γελάω και θα ζω και θα κάνω ότι με κάνει χαρούμενη αλλά πως μπορώ να το κάνω αυτό όταν εσυ με έκανες χαρούμενη;Ε;»

Η ειρωνία της ζωής έτσι;

Ερωτευτήκαμε.Περάσανε τόσα.
Γιατί;
Για να μην είμαστε μαζί στο τέλος.

«Έχω τόσα να σου πω Σωκράτη για τα παιδιά.
Ο Λευτέρης μου έδειχνε δαχτυλίδια χθες.Θέλει να κάνει πρόταση γάμου στην Κασσανδρα.Δεν είναι τέλειο;
Και ο Θανάσης γνώρισε κάποια.Και μας έχει τρελάνει μόνο για αυτή μιλάει.»λέω.

Κλείνω το τηλέφωνο και κοιτάω από το παράθυρο.

«Έπρεπε να ήσουν εδώ...»

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now