11.Ολιβια

359 53 0
                                    

Παίρνω έναν καφέ για μένα και έναν καφέ για εκείνη και τα παω στο σαλόνι.Της δίνω το ένα.

«Σε ευχαριστώ»λεει.
«Πρόσεχε καίει»την προειδοποιώ για να μην καεί.

Αφήνουμε τις κούπες στο τραπέζι.
Η Κασσανδρα κοιμήθηκε σε εμένα.Στο σαλόνι όσο και αν επέμενα να πάρει το δωματιο μου.

«Τι ωραία που σε είδαμε κοπέλα μου.Πάω να φτιαξω πρωινό να φάτε.»λεει η μαμά μου και χάνεται στην κουζίνα της.
«Μην κάνει πολλά πες της.Άλλωστε θα φύγω»λεει.
«Ξέρεις την μαμά μου.Θα φτιάξει απλά για καμία δεκαρια άτομα»λέω και γελάμε.

Την κοιτάω.Έχει ομορφύνει.Έχει αλλάξει.

Και ήταν ωραίο που έκατσε εδώ.Που είμαστε με τις πιζαμες μας στο σαλόνι των δικών μου και πίνουμε το καφέ μας.

«Ξέρεις Κασσανδρα...εγώ...»προσπαθώ να της πω για τότε.
«Ολίβιακι μου μην.Μην ζορίζεις τον εαυτό σου.Ότι έγινε έγινε.Είναι παρελθόν.Πέρασαν τόσα χρόνια»
«Ναι αλλά πάντα σκεφτόμουν ένα πράγμα και ήθελα να το ρωτήσω.Ο Λευτέρης τότε σε αγαπούσε.Εσυ ένιωθες κάτι για αυτόν ή έκανες πίσω επειδή έμαθες ότι μου άρεσε εμένα;»ρωτάω γιατί το σκέφτομαι συχνά αυτό.

Εκείνη μου πιάνει τα χέρια με τα χέρια της.
Και τα χάιδευε.

«Ξανθομαλουσα μου έχει σημασία;»
«Έχει σημασία.Γιατί αν το έκανες για μένα...»λέω.
«Πέρασαν τόσα χρόνια.Κανείς μας δεν είναι το ιδιο.Κανένας μας δεν νιώθει το ίδιο.Τελείωσε.Το παρελθόν μένει στο παρελθόν και απλά συνεχίζουμε την ζωή μας»λεει.

Ακόμα και ο τρόπος που μιλάει είναι διαφορετικός.
Έχει αλλάξει πολύ.
Τι να οφείλεται άραγε;

Κανένας μας δεν νιώθει το ίδιο.
Εκτός από μένα μάλλον.
Γιατί εγώ όταν είδα τον Σωκράτη ένιωσα ακριβώς όπως τότε.Ακόμα λέω ποτέ θα τον ξαναδώ.

Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά.Επειδή ξέρω ότι σήμερα θα φύγω αρα αυτό είναι το αντίο.

Και είναι και στεναχωρημένος.Θρηνεί.Έχει τα κάτω του.Θα σκέφτομαι τώρα που τον είδα πάλι αν θα είναι καλά.

«Πιστεύεις θα είναι καλά ο Σωκρατης;»ρωτάω μετά.
Σηκώνει τους ώμους της.
«Ο Σωκρατης είναι ο Σωκρατης.Το κρύβει καλά ότι και να νιώθει»
«Σωστό...»λέω.
«Άλλωστε δεν νομίζω να μας θέλει εδώ.Εννοώ τόσο καιρό μόνος του ήταν.Δεν νομίζω να μας χρειάζεται»

Φυσικά.Δεν μας χρειάζεται.Τα έχει καταφέρει μια χαρά μέχρι εδώ.

Χτυπάει η πόρτα.
«Πάω εγώ μαμά!»φωναζω και σηκώνομαι να ανοίξω.
Ήταν ο Λευτέρης.
«Καλημέρα»
«Καλημέρα.»
«Πως και τόσο νωρίς;»ρωτάω.
«Μου έστειλε ένας αριθμός μήνυμα να έρθω σπίτι σου»απαντάει.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now