36.Ολιβια.

372 60 2
                                    

Περπάταγα στην άκρη του δρόμου μέχρι το σπίτι μου.Δεν είναι κοντά αλλά είδα ότι ο Λευτέρης με την Κασσανδρα μιλάγαν έτσι τους άφησα.

Οδήγησε η Κασσανδρα όταν πήγαμε επειδή ξέρετε...γύψος.

Είναι πολύ αργά.Και πάω κάπως γρήγορα επειδή εντάξει δεν έχει και πολλά φώτα στον δρόμο.

Νιώθω φώτα από πίσω μου και κατάλαβα ότι περνάει κάποιος.Δεν έδωσα σημασία και απλά πήγαινα με τον ίδιο ρυθμό.Όταν ένιωσα το αυτοκίνητο να σταματάει γύρισα το κεφάλι.

Ήταν το αυτοκίνητο του Σωκράτη με οδηγό τον Θανάση και συνοδηγό τον ίδιο ενώ πίσω βλέπω την Μελινα όχι και πολύ καλά.

«Μπες.Θα σε πάμε εμεις σπίτι»λεει ο Σωκρατης με ανοιχτό το παράθυρο.
«Ευχαριστώ αλλά θα περπατήσω»λέω και γυρνάω μπροστά το κεφάλι και περπατάω πιο γρήγορα.

Εκείνος ξεκινάει και το αμάξι του προχωράει σιγά σιγά δίπλα μου.
«Μην με νευριάζεις Ολίβια.Είναι αργά.Δεν έχει καν φώτα εδώ πέρα»
«Θα περπατήσω»λέω.

Δεν θέλω να μπω στο ίδιο αυτοκίνητο μαζί του.Επειδή πραγματικά δεν τον καταλάβαινω.Σαν άνθρωπο δεν μπορώ να τον κατανοήσω.Δεν μπορώ να τον ψυχολογήσω.
Λεει κάποια πράγματα αλλά κάνει αλλά.Και υπονοεί αλλά.Δεν ξέρω.Αλήθεια δεν ξέρω.

Έχουμε μεγαλώσει με τον Σωκράτη.Θα έπρεπε να τον ξέρω απέξω.
Αλλά προφανώς δεν τον ξέρω.

«Μπες μέσα.Είναι μακριά το σπίτι σου»
«Θέλω να περπατήσω αλλά ξαναλέω ευχαριστώ»και μετά σταμάτησε και εγώ κέρδισα έδαφος και πήγα αρκετά πιο μπροστά.

Μετά άκουσα μια πόρτα να ανοίγει,μετά να κλείνει και μετά το αυτοκίνητο του Σωκράτη να εξαφανίζεται μπροστά.

Γυρνάω και τον βλέπω εκεί στον σκοτάδι.
Περιμένω μέχρι να με φτάσει.

«Τι κανείς ακριβώς;»ρωτάω.
«Περπατάω μαζί σου.Αφού είσαι ξεροκέφαλη και δεν μπαίνεις στο αμάξι μου..»λεει.
«Δεν στο ζήτησα»
«Το ξέρω.Αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω τέτοια ώρα μόνη σου έξω.Αν πάθεις κάτι;»ρωτάει.

Νοιάζεται για μένα;
Τελευταία πια μια το νιώθω μια όχι αυτό.

«Καλά μην χαμογελάς.Για την οποιαδήποτε θα το έκανα.»μου κόβει το χαμόγελο.
«Μην αγχώνεσαι.Δεν το παίρνω προσωπικά.Μαζί σου τίποτα δεν παίρνω προσωπικά»λέω και ξεκινάμε να περπατάμε δίπλα δίπλα στην άκρη του δρόμου.

Είχε ησυχία.Είχε σκοτάδι.

Αυτός βάζει την κουκούλα από το φούτερ του έτσι σκέφτηκα να το κάνω και εγώ αφού κρυώνει λίγο ο σβέρκος μου.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now