5.

501 95 26
                                    

Βρέθηκε ξαπλωμένη πάνω στο γυμνό σώμα του να προσπαθεί να ανασάνει κανονικά, αλλά στην πραγματικότητα, της άρεσε η ζεστασιά που ένιωθε και δεν ήθελε να την αποχωριστεί ακόμα. Όμως, όταν ένιωσε τα χέρια του Κάρλος στην πλάτη της, τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ρεύμα και σηκώθηκε από τον καναπέ. Την κοίταξε με ένα ύφος που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έμοιαζε νευριασμένος και πληγωμένος, αλλά δεν είχε λόγο. Του είχε πει εξαρχής τι ήθελε από εκείνον κι ο Κάρλος είχε συμφωνήσει μαζί της.

«Πάω να κάνω ένα ντους. Αν θες μπορείς να κάνεις κι εσύ ένα πριν φύγεις», του είπε ενώ μάζευε τα ρούχα της από το πάτωμα. Δεν της απάντησε. Του έριξε μια ματιά πριν κλειστεί στο μπάνιο, αλλά δεν μπήκε κάτω από τη ντουζιέρα αμέσως. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη για μία στιγμή. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα, τα χείλη της κόκκινα και πρησμένα από τα παθιασμένα φιλιά, ενώ είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται μια μικρή μελανιά χαμηλά στο λαιμό της. Θα έπρεπε να φορέσει μπλούζα με ψηλό λαιμό, για να την κρύψει, αλλά δεν ένιωσε να θυμώνει για την πιπιλιά του. Ήταν ένα μικρό κόστος που έπρεπε να πληρώσει, για ένα τόσο παθιασμένο πρωινό μαζί του. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και χαμογέλασε πονηρά γιατί κατάφερε να πετάξει από πάνω της ένα από τα πολλά ταμπού που κουβαλούσε όσο ζούσε στην Ελλάδα. Εκεί που τη γνώριζαν, δεν τολμούσε να κάνει το παραμικρό χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες, αλλά εδώ... στη Μαδρίτη δεν την ήξερε κανείς, εδώ μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Έτσι, λοιπόν, ήταν η ελευθερία; Αυτή τη γεύση είχε; Της άρεσε πολύ, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

Έκανε ένα καυτό ντους και αφού ντύθηκε, επέστρεψε στο σαλόνι, αλλά ο Κάρλος ήταν άφαντος. Δεν βρισκόταν πουθενά. Τον φώναξε μα δεν πήρε απάντηση. Η καρδιά της βούλιαξε γιατί η μοναξιά της έκανε επίθεση με τόσο βάναυσο τρόπο, μα η αλήθεια ήταν πως έπρεπε να το περιμένει πως κι αυτός θα έφευγε, όπως έκαναν όλοι, γιατί είχε τη μαγική ιδιότητα να σπρώχνει μακριά της τους ανθρώπους. Άφησε την ανάσα της να βγει και κοίταξε προς την πόρτα του μπαλκονιού γιατί κάτι της τράβηξε την προσοχή. Χαμογέλασε όταν είδε τον γάτο να πηδάει από το κλαδί του δέντρου, στο μπαλκόνι της, και να τεντώνεται νωχελικά. Του άνοιξε και του έκανε νόημα να περάσει μέσα, ενώ δεν παρέλειψε να φέρει και τα πράγματά του στο σαλόνι.

«Καλώς τον, νόμιζα πως με εγκατέλειψες κι εσύ», τον μάλωσε. Ο γάτος νιαούρισε και τρίφτηκε στα πόδια της, γουργουρίζοντας δυνατά. «Παγωμένος είσαι. Θα κλείσω την πόρτα λίγο να βάλω κλιματισμό. Θα πεθάνουμε και οι δύο από το ψοφόκρυο». Πάτησε το κουμπί να ξεκινήσει να δουλεύει ο κλιματισμός και ο γάτος τεντώθηκε ευχαριστημένος. «Θα φας; Δεν ξέρω που ήσουν κι αν έχεις φάει κάτι, αλλά πήγα και σου πήρα κονσέρβες. Νομίζω θα σου αρέσουν. Κάτσε να σου ανοίξω μία».

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ