4.

664 103 49
                                    

Η τρέλα που επικρατούσε στις Άγρυπνες νύχτες ήταν πρωτοφανής για τον Φερνάντο, που έριξε το κουρασμένο σώμα του πάνω σε μια καρέκλα, μόλις άδειασε το μαγαζί. Ήταν ήδη τέσσερις το ξημέρωμα κι όλοι, εκτός της Ναταλίας, έμοιαζαν να έχουν φτάσει στα όρια της κατάρρευσης. Εκείνη, με τη σκούπα στο χέρι, μάζευε το καφέ και το περιποιούταν λες και της ανήκε. Με τόση αγάπη που του είχε, δεν θα έπρεπε να κάνει σε κανέναν εντύπωση, αλλά ο Φερνάντο δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της όσο καθάριζε τα τραπέζια και έβαζε ακριβώς στο κέντρο το βαζάκι με τις ζάχαρες, με τόση προσήλωση, σαν να ήθελε να είναι τα πάντα στην εντέλεια. Η αλήθεια ήταν πως ρίσκαρε πολύ που την έβαλε να δουλέψει γιατί αν γινόταν μια έφοδος, θα έμπαιναν σε μπελάδες, αλλά αυτό του έδωσε την καλύτερη ιδέα που πέρασε ποτέ από το μυαλό του.

«Ναταλία, αλήθεια, μήπως ψάχνεις για δουλειά;»

Εκείνη σήκωσε αμέσως το κεφάλι της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του, φανερά απορημένη με την ερώτησή του. «Γιατί, μου προσφέρεις μία;» μειδίασε.

Ο Φερνάντο γέλασε απαλά γιατί του άρεσε τρομερά το πνεύμα της. Ήταν πάντα ετοιμόλογη, ποτέ δεν άφηνε να πέσει κάτι κάτω, ακόμα κι όταν ήταν στα χειρότερά της και αν μη τι άλλο, χαιρόταν ιδιαίτερα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια γιατί έτσι κατάφερε να τη γνωρίσει.

«Αν τη θες», απάντησε, ρίχνοντας μία χαρτοπετσέτα που είχε κάνει μπαλίτσα, προς το μέρος της, την οποία εκείνη έπιασε στον αέρα.

Ανασήκωσε τους ώμους της. Η αλήθεια ήταν πως έπρεπε να ψάξει για μια δουλειά, έστω και για μερικές ώρες, γιατί ως πότε θα μπορούσε να περάσει με όσα είχε στην άκρη. Η συμφωνία που είχε κάνει με την Μπλάνκα ήταν ευνοϊκή γιατί δεν πλήρωνε ενοίκιο, αλλά και πάλι, δεν ήθελε να καταπιέζεται όσον αφορούσε τα χρήματα και όσο έμενε ξύπνια τα βράδια, χωρίς να κάνει κάτι ουσιαστικό, τόσο τρελαινόταν.

«Ξέρεις κάτι; Θέλω», χαμογέλασε διάπλατα. Ως φοιτήτρια είχε βγάλει ειδική άδεια εργασίας σε περίπτωση που ήθελε να εργαστεί, που σήμαινε πως δεν υπήρχε το παραμικρό να την κρατήσει πίσω παρά μόνο η δική της άρνηση.

Ο Φερνάντο τινάχτηκε όρθιος και την αγκάλιασε σφιχτά. «Με σώζεις, δεν βρίσκουμε άτομα να θέλουν να δουλέψουν τη βραδινή βάρδια!»

«Χαρά μου, αλλά τώρα άφησε με, δεν αντέχω τις αγκαλιές», γέλασε η Ναταλία και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο του φίλου της. Εκείνος την επεξεργάστηκε για μία στιγμή γιατί μπορεί να γελούσε όταν του έλεγε για τις αγκαλιές, αλλά είχε παρατηρήσει πως πολύ συχνά η Ναταλία απέφευγε την οποιαδήποτε επαφή. Τραβούσε το χέρι της όταν την άγγιζε, έστω και κατά λάθος, δεν κρατούσε αγκαλιά πάνω από δύο δευτερόλεπτα, μαζευόταν όταν απλωνόταν χέρι προς το μέρος της. Δεν ήξερε την ιστορία της, αλλά κάτι του έλεγε πως κάτι της είχε αφήσει πολλές ουλές στην ψυχή.

Άγρυπνες νύχτες στη Μαδρίτηحيث تعيش القصص. اكتشف الآن