27.

443 88 9
                                    

Το πρωί τυλίχτηκε γύρω από τον Κάρλος, απαγορεύοντάς του να σηκωθεί από το κρεβάτι. Εκείνος γέλασε και της έκανε το χατίρι να μείνουν λίγο εκεί.

«Πάμε μια βόλτα, σε παρακαλώ», του είπε, αν και μέσα της δεν ήθελε στην πραγματικότητα να πάνε πουθενά. «Κοίτα τον ήλιο, λάμπει. Πάμε μια βόλτα να ξεσκάσουμε λίγο και μετά πάμε στην Μπελέν».

«Δεν θέλω να την αφήσω μόνη».

«Μα δεν είναι μόνη», του είπε, αμέσως. «Είναι οι αδερφές σου εκεί, το ξέχασες;»

«Ναι, αλλά...» Η Ναταλία σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται, αμίλητη, αφού ήταν βέβαιο εξαρχής πως δεν θα έλεγε ναι. «Θύμωσες;»

Τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της και χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Και να ήθελα να σου θυμώσω, δεν μπορώ», του είπε και του χάρισε ένα πεταχτό φιλί. «Πάω να πάρω πρωινό από τον φούρνο, πριν φύγουμε για το νοσοκομείο».

Την τράβηξε από το χέρι και την ανάγκασε να καθίσει στο κρεβάτι ξανά. «Ξέρεις πως θέλω να είσαι η πρώτη επιλογή μου», άρχισε να της λέει, αλλά η Ναταλία προσπάθησε να τον σταματήσει, μα δεν την άφησε. «Θα πάμε βόλτα. Κάπου εδώ κοντά σε περίπτωση που μας χρειαστούν», αποφάσισε, ο τόνος του γεμάτος σιγουριά.

«Πάμε στο Ματαδέρο;»

«Ντύνομαι και φεύγουμε».

Κατέβηκαν αγκαλιασμένοι την Κάγιε δε Τολέδο ως την γέφυρα Τολέδο, που είχε χτιστεί μεταξύ του 1719 ως το 1724 και που είχε αναστηλωθεί για να βρει την παλιά της αίγλη. Περνούσε πάνω από το ποτάμι Μανθανάρες κι ένωνε τις δύο όχθες του. Η Ναταλία πήγαινε συχνά εκεί, όταν ήθελε να ξεφύγει, μα κάθε φορά ένιωθε πως το έβλεπε για πρώτη φορά.

«Θέλω να χτίζω γέφυρες», του είπε κάποια στιγμή, καθώς απολάμβαναν τη θέα κοντά σε ένα από τα αγάλματα που στόλιζαν τη γέφυρα. «Αυτό μου αρέσει να κάνω... να τις χτίζω ή να τις αναστηλώνω, για να κρατάω ενωμένους τους ανθρώπους».

«Ευτυχώς έχουμε πολλές εδώ», χαμογέλασε ο Κάρλος. «Μου αρέσει αυτό το μέρος, παρότι είναι μέσα στην πόλη έχει μια ηρεμία, σαν να βρίσκεσαι εκτός».

Ο κόσμος είχε ξεχυθεί εκείνο το πρωινό που μύριζε καλοκαίρι. Το πάρκο που είχε φτιαχτεί δίπλα στο ποτάμι ήταν γεμάτο από άτομα που είχαν βγει για τρέξιμο, ή γονείς με τα παιδιά τους, που τα είχαν πάει εκεί για να παίξουν. Οι μυρωδιές των λουλουδιών και του βρεγμένου χώματος, τους υπενθύμιζε πως ήταν ακόμα ζωντανοί κι όφειλαν να ζήσουν της ζωή τους. Μα και οι δύο ήταν ανήσυχοι. Ο Κάρλος έριχνε συχνές ματιές στο κινητό του όταν νόμιζε πως δεν τον έβλεπε η Ναταλία, κι εκείνη προσπαθούσε να του αποσπάσει την προσοχή με όποιον τρόπο ήξερε, μέχρι που έφτασαν στον προορισμό τους.

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηWhere stories live. Discover now