2.

762 111 74
                                    

Η Ναταλία αναστέναξε καθώς άφησε το πιρούνι της κάτω, ιντριγκαρισμένη από τον Κάρλος που την κοιτούσε τόσο έντονα. Τι ήθελε από εκείνη; Να την αναγκάσει να του ζητήσει συγγνώμη; Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, όχι με τον τρόπο που είχε αντιδράσει ενώ του είχε ζητήσει κάτι τόσο απλό. Εκείνος σαφέστατα δεν θα ζητούσε συγγνώμη γιατί ήταν πεισμένος πως το να σερβίρει σαλμονέλα στο πιάτο, ήταν γκουρμέ, άρα δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε εκεί, στο τραπέζι της. Παραλίγο να βάλει τα γέλια όταν είδε τον Φερνάντο σε επιφυλακή, έτοιμο να επέμβει αν έρχονταν στα χέρια, και κάρφωσε το βλέμμα της σ' εκείνο του άντρα απέναντί της, κρύβοντας κάθε ίχνος φόβου που μπορούσε να της προκαλεί. Ήταν παράξενο πως με ένα τέτοιο παιδικό πρόσωπο, μπορούσε να δημιουργήσει φόβο, αλλά ακόμα και το πιο αθώο άτομο έκρυβε μέσα του παράνοια και τα μάτια του μάγειρα πετούσαν φωτιές εκείνη τη στιγμή.

«Λοιπόν;» έκανε, ενοχλημένη, που δεν την άφηνε να απολαύσει την ομελέτα της.

«Λοιπόν, τι χρειάζεται να κάνω για να μην ξανάρθεις εδώ;»

Η ερώτησή του τη σόκαρε. Δεν πίστευε στα αυτιά της... την έδιωχνε από το μοναδικό μέρος στην πόλη όπου ένιωθε σαν να βρίσκεται ανάμεσα σε φίλους, επειδή δεν της άρεσε το ψήσιμο στην ομελέτα της!

«Σου ανήκει το μαγαζί;» θέλησε να μάθει, καγχάζοντας, καταπιέζοντας την ανάγκη της να του βάλει τις φωνές.

«Όχι...»

«Ε, τότε, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου λες να μην έρχομαι. Εξάλλου, μου αρέσει εδώ, και ο Φερνάντο είναι φίλος μου. Μάθε να μου φτιάχνεις την ομελέτα μου όπως τη θέλω και δεν θα έχουμε πρόβλημα».

Του χάρισε ένα ψεύτικο χαμόγελο και συνέχισε να τρώει, κοιτώντας τον κατάματα προκλητικά, όσο εκείνος την παρακολουθούσε με τα χέρια σταυρωμένα γύρω από το στομάχι του. Το βλέμμα του σκοτεινό κι έντονο. Συνέχισε να τρώει αγνοώντας το πώς προσπαθούσε να την καταλάβει, να διαβάσει τις κινήσεις της, τα μάτια της, τον τρόπου που τον αντιμετώπιζε. Εδώ δεν καταλάβαινε η ίδια τον εαυτό της, θα κατάφερνε ο βλοσυρός Κάρλος να την αποκωδικοποιήσει; Σταμάτησε να του δίνει σημασία μέχρι που εκείνος φάνηκε να βαρέθηκε, ή μπορεί κι απλά να εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο μαζί της λόγω της αδιαφορίας της. Άρπαξε το άδειο πιάτο της και έφυγε με μεγάλο βήμα για την κουζίνα, μουρμουρώντας μέσα από τα δόντια του για το πόσο ήθελε να βρει τρόπο να εξαλείψει το χαμόγελο από τα χείλη της. Η Ναταλία γέλασε απαλά και έκανε νόημα στον Φερνάντο να πλησιάσει, αφού τον έβλεπε πως τρωγόταν να μάθει τι της είχε πει.

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora