Η κηδεία της Μπελέν έγινε μετά από μερικές μέρες και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά για όλους. Της ήταν δύσκολο, της Ναταλίας, να βρίσκεται κοντά στον Κάρλος κι εκείνος να την αγνοεί σαν να μην υπήρχε στον χώρο, αλλά υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην ηττηθεί αυτή τη φορά. Τον αγαπούσε, ήταν εκείνος που την έβγαλε από το καβούκι της και της έδειξε πως ήταν ικανή να αγαπήσει αλλά και πως της άξιζε να αγαπηθεί, μα η συμπεριφορά του την είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα. Οι ματιές που τις έριχνε ήταν γεμάτες απέχθεια κι αυτό έλεγε πολλά – ακόμα κι αν εκείνος κάποτε μετάνιωνε, η Ναταλία δεν ήξερε αν θα μπορούσε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.
«Φεύγω, θα είστε εντάξει;» είπε στην Αλέγκρα και τον Σάλβα, μόλις ολοκληρώθηκε η κηδεία.
«Ναι, αλλά γιατί δεν μένεις για φαγητό;» ρώτησε ο Σάλβα.
«Γιατί ο αδερφός μας είναι μαλάκας», αποκρίθηκε η Αλίθια που μόλις τους είχε πλησιάσει.
«Μη μιλάς έτσι γι' αυτόν, είναι πληγωμένος», προσπάθησε να τον δικαιολογήσει η Ναταλία, αλλά σκέφτηκε πως δεν είχε κανέναν λόγο να το κάνει. «Να τον έχετε το νου σας μην κάνει καμιά βλακεία», τους συμβούλεψε.
«Πόσες ακόμα να κάνει; Ως κι αυτός έχει όρια», σχολίασε η Αλέγκρα και οι τέσσερίς τους γέλασαν απαλά.
«Θα σας δω την επόμενη εβδομάδα στα εγκαίνια του μαγαζιού;»
«Όχι, θα βρεθούμε νωρίτερα, Ναταλία. Επειδή ο Κάρλος σε έκανε πέρα, δεν σημαίνει πως θα κρατήσεις αποστάσεις κι από εμάς», πετάχτηκε ο Σάλβα, μιλώντας επίτηδες πιο δυνατά, για να τον ακούσει ο αδερφός του. «Πάμε αύριο για φαγητό;»
«Ναι, στείλτε μου μήνυμα να το κανονίσουμε».
Μόλις έφυγε ο Σάλβα στράφηκε προς τον αδερφό του που παρακολουθούσε θυμωμένος από μακριά. Ένιωσε το χέρι του Φερνάντο να τυλίγεται γύρω από το δικό του και σταμάτησε, πριν τον πλησιάσει, έτοιμος για καυγά.
«Άφησέ τον, θα καταλάβει το λάθος του», ψιθύρισε ο Φερνάντο.
«Θα είναι αργά, τότε».
«Μα, είναι ήδη αργά, Σάλβα», ήταν η απάντηση του Φερνάντο. Στα μάτια του Σάλβα καθρεπτίστηκε η θλίψη. «Ο αδερφός σου έχει γίνει μια κινούμενη κόκκινη σημαία και δεν το έχει καταλάβει καν. Αν δεν βοηθήσει τον εαυτό του, δεν θα μπορέσουμε εμείς να τον βοηθήσουμε ποτέ».
Πήγαν στο αγαπημένο εστιατόριο της Μπελέν για να φάνε, να γιορτάσουν τη μνήμη της και τη ζωή της, όχι τον θάνατό της. Κανείς τους δεν ήθελε να θυμάται πως έφυγε αλλά όλοι είχαν να πουν κάτι για το πώς έζησε, εκτός από τον Κάρλος που αντί να μιλήσει και να μοιραστεί τις αναμνήσεις του, γέμιζε κάθε τρεις και λίγο το ποτήρι του με μπύρα, μέχρι που του το πήρε με το ζόρι ο Σάλβα.

ESTÁS LEYENDO
Άγρυπνες νύχτες στη Μαδρίτη
RomanceΗ Ναταλία βρίσκεται ένα μήνα στη Μαδρίτη, εκεί που νιώθει πως ανήκει, αλλά έχει ένα μεγάλο πρόβλημα... δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Κάτι την κρατάει ξύπνια και την αναγκάζει να περνάει το χρόνο της σε ένα καφέ που έχει κάνει στέκι της, τις "Άγρ...