6.

490 93 19
                                    

Οι ματιές που αντάλλασσαν όλο το βράδυ ήταν ικανές να προκαλέσουν σεισμό, αλλά για τη Ναταλία ήταν αδύνατον να τραβήξει το βλέμμα της μακριά από τον Κάρλος. Όχι μετά από το σκηνικό στην κουζίνα. Ήταν τόσο εύκολο για εκείνη να αντιδράσει σε ένα χάδι ή εκείνος, απλά, ήξερε τι έκανε; όχι... η αλήθεια ήταν κάπου εκεί στη μέση, σίγουρα, γιατί ναι μεν ο Ισπανός μπορούσε να την τρελάνει με ένα χάδι αλλά κι εκείνη είχε ανάγκη να τρελαθεί, γι' αυτό τον άφηνε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και έγειρε πίσω στην καρέκλα, παρατηρώντας τον από απόσταση, να κοιτάζει με μεγάλο ενδιαφέρον το παστίτσιο που του είχε φτιάξει.

«Τι παίζει με τον Κάρλος; Ποια είναι η ιστορία του;» ρώτησε χαμηλόφωνα τον Φερνάντο, που θυμήθηκε να σηκώσει το βλέμμα του από το κινητό. Το μαγαζί ήταν άδειο. Ήταν ανώφελο να περιμένουν κόσμο με την μπόρα έξω να σαρώνει τα πάντα, αλλά κανείς τους δεν παραπονέθηκε, γιατί η ηρεμία ήταν καλοδεχούμενη.

«Η ιστορία του;»

«Ναι, φαίνεται να έχει εμμονή με το καλό φαγητό, τι κάνει εδώ;»

«Γιατί δεν τον ρωτάς τον ίδιο;» αποκρίθηκε ο φίλος της, ενοχλημένος. «Τι είμαι εγώ για να λέω τις ιστορίες σας, ο παραμυθάς της παρέας;»

Τον αντίκρισε με μισόκλειστα μάτια από την απορία, γιατί ο συνήθως ήρεμος Φερνάντο, έμοιαζε να θέλει να βάλει τις φωνές.

«Προβλήματα στον παράδεισο;» ρώτησε κι έγειρε πιο κοντά του για να δει την κουβέντα του με τον σύντροφό του. «Πάλι τσακώνεστε;» ρώτησε λυπημένη, χωρίς καμία διάθεση για πειράγματα, αφού τον τελευταίο καιρό η σχέση του με τον Αλέχο, δεν πήγαινε και πολύ καλά. Οι καυγάδες τους είχαν γίνει συχνότεροι και ο Φερνάντο έχανε κάθε ίχνος της καλής του διάθεσης, εξαιτίας του. «Μπορώ να κάνω κάτι να σου φτιάξω το κέφι;»

Ο Φερνάντο σηκώθηκε από τη θέση του και πλησίασε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που ακόμα δεν είχαν στολίσει. Άρχισε να βάζει στολίδια στα κλαδιά και σύντομα τον είχε πλησιάσει η Ναταλία, αλλά και ο Κάρλος, για να τον βοηθήσουν. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν φευγαλέα, αποφεύγοντας να σταθούν ο ένας κοντά στον άλλον, αλλά και οι δύο έδωσαν την αμέριστη προσοχή τους στον Φερνάντο που είχε χαθεί ολοκληρωτικά στις σκέψεις του.

«Είναι αχάριστος», τον άκουσαν να λέει, ξαφνικά. «Πριν έναν χρόνο, αναγκάστηκα να πάρω τη βραδινή βάρδια γιατί δούλευε κι εκείνος βράδυ και παραπονιόταν ότι δεν βλεπόμασταν... τώρα, αλλάζει βάρδια και δεν μπορεί να δεχτεί πως μου αρέσει να δουλεύω βράδυ εδώ. Οι Άγρυπνες Νύχτες είναι... είναι η ζωή μου... γνωρίζω ανθρώπους εδώ!» τους εξήγησε φανερά ταραγμένος. «Μου αρέσει να γνωρίζω ιδιαίτερους ανθρώπους και μόνο το βράδυ κυκλοφορούν... όπως εσείς για παράδειγμα!»

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηWhere stories live. Discover now