9.

489 87 44
                                    

Πίστευε πως με τον γάτο στο σπίτι, θα μπορούσε να κοιμηθεί ξανά, αλλά να που δεν κατάφερε να κλείσει μάτι. Είχε πάει ήδη δώδεκα και ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ανάσκελα, κοιτώντας το ταβάνι, λες και κι εκεί θα έβρισκε όλες τις απαντήσεις που έψαχνε. Τις προηγούμενες μέρες κατάφερε και χαλάρωσε τόσο όσο έπρεπε για να μπορέσει να χαρίσει στο σώμα της λίγες ώρες ξεκούρασης μα τώρα, το μυαλό της, το απαγόρευε. Ήταν η τέταρτη μέρα που ο Κάρλος ήταν εξαφανισμένος και η τέταρτη μέρα που δεν είχε κοιμηθεί. Κοιτούσε το νούμερο του στο κινητό της αλλά δεν είχε βρει το κουράγιο να του στείλει μήνυμα, παρότι ο Φερνάντο της έλεγε να το κάνει. Μάθαινε νέα του από τον φίλο της – ήταν καλά, απλά είχε κάποιες υποχρεώσεις και δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά. Αυτό της έλεγε κάθε βράδυ.

Κοίταξε την οθόνη του κινητού και έκλεισε τα μάτια της εκνευρισμένη με την αναποφασιστικότητά της. Ένα απλό μήνυμα ήταν, σε σκέφτομαι κι ελπίζω να είσαι καλά, τίποτα παραπάνω... κι όμως, για εκείνη αυτό το μήνυμα σήμαινε πως είχε αφήσει έναν άγνωστο να την πλησιάσει τόσο ώστε να την επηρεάζει η απουσία του. Δεν έπρεπε να το επιτρέψει αυτό. Ίσως αυτός ο χρόνος μακριά του να λειτουργούσε λιγάκι ως αποτοξίνωση και να προχωρούσε παρακάτω, να ξεχνούσε το αγόρι της διπλανής πόρτας που ήξερε πώς να κάνει το σώμα της να τρέμει και που με ένα του βλέμμα, τη διάβαζε όπως κανείς άλλος. Ναι, ήταν ευκαιρία να απομακρυνθεί από τον Κάρλος γιατί αν δενόταν μαζί του, θα πληγωνόταν, όπως πληγώθηκε τόσες πολλές φορές στο παρελθόν. Και το χειρότερο, εκείνη τη στιγμή, ήταν πως φοβόταν ότι θα πλήγωνε εκείνον στο τέλος. Κι αυτό δεν θα το άντεχε.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι για να φτιάξει έναν καφέ, και να συνεχίσει να γράφει την πτυχιακή της, μα της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Παραιτήθηκε μετά από μία ώρα και κοίταξε τον γάτο που κοιμόταν του καλού καιρού στο κρεβάτι του. Τον ζήλεψε αλλά στην τελική, δεν έφταιγε εκείνος που η ίδια ήταν ανίκανη ως και να κλείσει μάτι. Ντύθηκε ζεστά αποφασισμένη να βγει έξω νωρίς. Θα πήγαινε στο Ελ Κόρτε Ινγκλές να φάει κάτι με θέα την πόλη, κι ας ήξερε πως εκείνη την ώρα θα επικρατούσε πανικός εκεί έξω. Φίλησε τον γάτο, που ακόμα δεν είχε πάει στον γιατρό, και έφυγε αφού έριξε μια ματιά στο άχρωμο κι άδειο διαμέρισμά της. Δεν είχε καν ασχοληθεί μαζί του, να το στολίσει λίγο, μήπως και φτιάξει η διάθεσή της. Μήπως θα άλλαζε κάτι; Κάγχασε γιατί αμφέβαλλε και βγήκε από το σπίτι της με αποφασιστικότητα.

Άγρυπνες νύχτες στη Μαδρίτηحيث تعيش القصص. اكتشف الآن