18.

478 81 24
                                    

Ένιωθε σαν τρελή που κυκλοφορούσε στη γειτονιά με τις πιτζάμες, τις παντόφλες που έμοιαζαν με μποτάκια και το παλτό της, φωνάζοντας Μπουρίτο δυνατά. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην την κοιτάξει παραξενεμένος, γελώντας με το παρουσιαστικό της, μα δεν την ένοιαζε. Έπρεπε να βρει τον γάτο. Τι θα έλεγε στην Μπλάνκα; Πως θα της εξηγούσε πως η απροσεξία της έγινε η αφορμή να τον χάσει ξανά. Κοιτούσε ανάμεσα στις πεταμένες κούτες στα σκουπίδια και πάνω στα δέντρα που συναντούσε, μα ο ασπρόμαυρος γάτος ήταν άφαντος. Είχε αισθανθεί αβοήθητη πολλές φορές στη ζωή της αλλά ήταν ίσως η πρώτη φορά που ήθελε να γονατίσει και να κλάψει.

«Ναταλία!»

Η φωνή του Κάρλος την τράβηξε από την απελπισία που την καταβρόχθιζε αλλά το ύφος του έλεγε ξεκάθαρα πως δεν είχε καλά νέα να της πει. Την αγκάλιασε και φίλησε τον κρόταφό της. «Συγγνώμη, δεν τον βρήκα».

«Δεν θα συγχωρήσω τον εαυτό μου αν πάθει κάτι...»

«Θα γυρίσει, το έκανε ήδη μια φορά, και θα το ξανακάνει. Οι γάτες είναι περίεργα όντα, αλλά όταν βρουν ζεστασιά και αγάπη, δεν το ξεχνούν. Πάμε σπίτι...»

«Να ψάξουμε λίγο ακόμα!»

«Όχι, ψάχνουμε δύο ώρες. Δεν έχει νόημα. Έχεις παγώσει, Ναταλία. Θα πάμε σπίτι και αύριο θα πάμε στις γατοαποικίες μήπως τον βρούμε εκεί».

Δεν μπόρεσε να του φέρει καμία αντίρρηση, γι' αυτό τον άφησε να την οδηγήσει πίσω στο διαμέρισμα. Όταν μπήκαν στη ζεστασιά συνειδητοποίησε πως τα πόδια της είχαν γίνει παγάκια. Πέταξε τις παντόφλες στην άκρη και φόρεσε τις χοντρές κάλτσες με την επένδυση, που είχε αγοράσει, για να ζεσταθεί. Ο Κάρλος έφτιαξε τσάι να πιούν και κάθισε δίπλα της στον καναπέ, με έναν αναστεναγμό.

«Νιώθω ότι φταίω εγώ», παραδέχτηκε, αλλά δεν την άφησε να μιλήσει, όταν προσπάθησε να φέρει αντιρρήσεις. «Σου απέσπασα την προσοχή...»

«Αυτή η έκπληξη ήταν ό,τι καλύτερο έχει κάνει κάποιος για μένα, Κάρλος», τον διέκοψε χαμογελώντας μελαγχολικά. «Ναι, μου αποσπάς την προσοχή, αλλά από όλα τα άσχημα πράγματα που κατοικούν στο μυαλό μου».

Κοιτάχτηκαν έντονα για μερικές στιγμές. Την τράβηξε κοντά του και η Ναταλία κάθισε πάνω του. Αναζήτησε τα χείλη του πεινασμένα κι εκείνος την έσφιξε πάνω του καθώς οι γλώσσες τους συναντήθηκαν. Μία γλυκιά ανατριχίλα διαπέρασε τα σώματά τους που διέκοψε ένας δυνατός, τρομαχτικός θόρυβος. Η Ναταλία αποτραβήχτηκε και κοίταξε προς χριστουγεννιάτικο δέντρο που κουνιόταν σαν τρελό. Άφησε μια κραυγή όταν το είδε να πέφτει με φόρα στο πάτωμα. Κάποια στολίδια έσπασαν και τα φωτάκια έσβησαν καθώς ο Μπουρίτο έβγαινε από τα κλαδιά τυλιγμένος με γιρλάντες, και τρομοκρατημένος γιατί μάλλον δεν περίμενε πως θα αποκαλυπτόταν έτσι η κρυψώνα του.

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηWhere stories live. Discover now