Χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό, λέει μια παροιμία, για να μεγαλώσει ένα παιδί.
Κάπως έτσι ένιωθε και ο Κάρλος με το δικό του «παιδί», τις Άγρυπνες Νύχτες, που μεγάλωναν και ομόρφαιναν μέρα με τη μέρα. Μπορεί ο χρόνος να κυλούσε γρήγορα και ακόμα να μην είχε λειτουργήσει, αλλά το γεγονός πως όλοι όσοι αγαπούσε έτρεχαν να βοηθήσουν, έκανε την καρδιά του να φουσκώνει από αγάπη.
Η Αλίθια πήγαινε κάθε μέρα εκεί, συντροφιά με τον Σεμπάστιαν που καθόταν στη γωνιά του και απολάμβανε τον καφέ του, για να βοηθήσει στο καθάρισμα και το στήσιμο του μαγαζιού. Της έκανε καλό η συντροφιά του άντρα αυτού. Τρεις μήνες ήταν που είχαν γνωριστεί και η αδερφή του είχε αλλάξει γιατί είχε βρει αυτό που ζητούσε. Μια πατρική φιγούρα, αυτό που δεν είχε καταφέρει ο ίδιος να της δώσει γιατί δεν ήξερε πως. Οι συμβουλές του Σεμπάστιαν προς το κορίτσι, αλλά και προς τον ίδιο, ήταν κινητήριος δύναμη και εκείνος, είχε βρει στα πρόσωπα όλων τους, τα παιδιά που δεν είχε μπορέσει να κάνει ποτέ του με την Αμάια.
Ο Σάλβα μετακόμισε μόνιμα στη Μαδρίτη και ξεκίνησε δουλειά ως οικονομικός σύμβουλος. Δεν θα μπορούσε να κάνει άλλη δουλειά, από μικρός ήταν εκείνος που κοιμόταν με τον κουμπαρά του αγκαλιά και φρόντιζε πάντα να έχει στην άκρη χρήματα και που κοιτούσε μακριά στο μέλλον για να μπορούν να έχουν ένα μαξιλάρι ασφαλείας αν το χρειαζόντουσαν. Ήταν σίγουρο πως σε μια τέτοια δουλειά θα κατέληγε, να φτιάχνει δεκάχρονα οικονομικά πλάνα για τον κόσμο, όπως έκανε και με την οικογένεια και βέβαια, δεν ήταν παράξενο που του ζήτησαν να αναλάβει τα οικονομικά του μαγαζιού. Μόλις τελείωνε τη δουλειά, πήγαινε σπίτι για να βεβαιωθεί πως η μητέρα τους ήταν καλά, και μετά έτρεχε στο μαγαζί να βοηθήσει. Είχε αναπτύξει μια πολύ όμορφη σχέση με τον Φερνάντο που τον βοηθούσε να εγκλιματιστεί στη ζωή της Μαδρίτης, ως κάποιος που μόλις είχε παραδεχτεί τη σεξουαλικότητά του, αν κι εκεί δεν είχε λόγο να φοβάται. Τα ζευγάρια περπατούσαν χέρι-χέρι στο δρόμο και κανείς δεν τους έκρινε. Στα μπαλκόνια κυμάτιζαν σημαίες με τα χρώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και δεν ενοχλούταν κανείς. Ήταν ασφαλής ο Σάλβα κι είχε αρχίσει να χαλαρώνει αρκετά.
Η Ναταλία είχε πέσει με τα μούτρα στο μεταπτυχιακό της και πλέον περνούσε όλα τα πρωινά της στο σπίτι του Κάρλος, τάχα γιατί είχε καλύτερο ίντερνετ, αν και στην πραγματικότητα της άρεσε να περνάει χρόνο με την Μπελέν και να ακούει ιστορίες για τα παιδιά της. Τη φρόντιζε σαν ήταν δική της μητέρα. Ο Κάρλος ήξερε πολύ καλά πως το έκανε για να γλιτώνουν χρήματα, αφού θα έπρεπε να είχαν επί μονίμου βάσεως μια γυναίκα στο σπίτι, και δεν μπορούσε να μην την αγαπάει λίγο παραπάνω γι' αυτό. Δεν της το είπε ποτέ ότι ο έρωτάς του είχε μετατραπεί σε κάτι πιο δυνατό γιατί ήξερε πως θα το έβαζε στα πόδια, αλλά το γεγονός πως η Ναταλία κοιμόταν τα βράδια στην αγκαλιά του, χαλαρή, χαμογελαστή κι ευτυχισμένη, του έφτανε. Εξάλλου, έτσι δείχνει κάποιος την αγάπη του, όχι με κούφια λόγια.

YOU ARE READING
Άγρυπνες νύχτες στη Μαδρίτη
RomanceΗ Ναταλία βρίσκεται ένα μήνα στη Μαδρίτη, εκεί που νιώθει πως ανήκει, αλλά έχει ένα μεγάλο πρόβλημα... δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Κάτι την κρατάει ξύπνια και την αναγκάζει να περνάει το χρόνο της σε ένα καφέ που έχει κάνει στέκι της, τις "Άγρ...