22.

527 86 18
                                    

Αν κάποιος έλεγε στη Ναταλία πως θα περνούσε πέντε μέρες κλεισμένη μέσα σε ένα διαμέρισμα, με κάποιον που γνώριζε μόλις ένα μήνα, θα τον αποκαλούσε τρελό, το λιγότερο. Μα το έκανε. Όχι γιατί δεν μπορούσε να διώξει τον Κάρλος, τον όμορφο Ισπανό που τη φίλησε όσο ήταν άρρωστη για να περάσει χρόνο μαζί της, αλλά γιατί δεν ήθελε να τον διώξει. Δεν ήθελε να μείνει χωρίς εκείνον που την έκανε να γελάει, που της έκανε έρωτα λες και δεν θα του δινόταν άλλη ευκαιρία, που την τάιζε στο στόμα και που την προκαλούσε με κάθε ευκαιρία που του δινόταν. Κοντά του ένιωθε πως ανακάλυπτε τον εαυτό της γιατί για χρόνια ήταν η βλοσυρή Ναταλία που δεν ήθελε κανείς, μα ο Κάρλος και η οικογένειά του, την ήθελαν. Κι εκείνη πέταξε από πάνω της τη μαυρίλα και έβγαλε την κρυμμένη, φωτεινή πλευρά της, που ευχαριστιόταν τη ζωή. Πρώτη φορά χάρηκε που τσακώθηκε με κάποιον γιατί αν δεν είχε μπει στην κουζίνα εκείνο το βράδυ, τα πράγματα δεν θα ήταν ίδια.

Ο φούρνος στον οποίο είχαν σταματήσει καθώς πήγαιναν στο σπίτι του Κάρλος, ήταν γεμάτος, και η ουρά ατέλειωτη. Η Ναταλία ήθελε να το βάλει στα πόδια, αλλά ήταν το αγαπημένο μέρος της Μπελέν και έπρεπε να πάρουν από εκεί τα ροσκόν για το τραπέζι που θα τους έκανε ο Σάλβα. Για μια ακόμη φορά εντυπωσιάστηκε με τη υπομονή των Μαδριλένων που δεν έβγαζαν κιχ για την αναμονή, σκεπτόμενη πως στην Ελλάδα κάποιος θα είχε πεταχτεί να ρωτήσει γιατί δεν δουλεύουν πιο γρήγορα.

«Γιατί επικρατεί τέτοιος χαμός;» ρώτησε, βλέποντας άτομα να βγαίνουν κρατώντας τσάντες με δύο και τρία μεγάλα ροσκόν.

«Στην Ισπανία μπορεί τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά να τα γιορτάζουμε με μεγαλοπρέπεια, αλλά εκείνη η γιορτή που έχει σημασία για εμάς, είναι των τριών μάγων- η έκτη του Γενάρη δηλαδή. Των φώτων ανταλλάσουμε δώρα, τα οποία φέρνουν οι τρεις μάγοι, και κόβουμε το Roscon de Reyes -το κέικ των βασιλιάδων- ένα γευστικό κέικ σε σχήμα μεγάλου ντόνατ που κρύβει μέσα του μια μικρή φιγούρα, αλλά κι ένα κουκί. Όποιος βρει το κουκί, θα έχει κακή τύχη τη νέα χρονιά, αλλά όποιος βρει τη φιγούρα, θα τον κυνηγάει η καλή τύχη», της εξήγησε με καμάρι. «Φτιάχνω ωραίο ροσκόν, αλλά έχε χάρη που με κόλλησες τα μικρόβιά σου...»

«Ας μη με φιλούσες», τον έσπρωξε απαλά.

«Λίγο δύσκολο, δεν είμαι της εγκράτειας», γέλασε χωρίς να την κοιτάξει. «Ειδικά όταν πρόκειται για σένα», συμπλήρωσε κι ένιωσε το πρόσωπό της να παίρνει φωτιά. «Τη Δευτέρα υπογράφουμε τα συμβόλαια για το μαγαζί».

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηМесто, где живут истории. Откройте их для себя