13.

591 96 27
                                    

Δεν κατάλαβε πότε ακριβώς αποκοιμήθηκε. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν πως κοιτούσε το πρόσωπό του, απομνημονεύοντας κάθε μικρή του λεπτομέρεια, γραμμή και σημάδι, όταν ξάφνου βυθίστηκε στα όνειρά της που είχαν τα χρώματα του Κάρλος αλλά και του γάτου της, που της είχε γίνει τόσο απαραίτητος. Όταν άνοιξε τα μάτια της, τα πάντα ήταν θολά για μια στιγμή μέχρι που άρχισε να καθαρίζει το μυαλό της και να έρχονται στο νου της όλα όσα είχαν γίνει και είχαν ειπωθεί την προηγούμενη μέρα και βράδυ. Χαμογέλασε γιατί περίμενε πως θα μετάνιωνε, αλλά η αλήθεια ήταν πως, ένιωθε πραγματικά ανάλαφρη για όσα είχε μοιραστεί μαζί του. Την έκανε να αισθανθεί όμορφα που την άκουσε χωρίς να την κρίνει, ή να τη λυπηθεί, και κυρίως... που δεν προσπάθησε να φτιάξει την κατάσταση με συμβουλές και άσκοπα λόγια. Δέχτηκε το ότι είχε πρόβλημα με την επαφή και έκανε αυτό που έπρεπε. Την άγγιξε... όχι μόνο στο σώμα αλλά και την ψυχή.

Αναστέναξε δυνατά και σηκώθηκε για να πάει να δει που είχε εξαφανιστεί. Φόρεσε τις πιτζάμες της και σήκωσε τα μαλλιά της ψηλά. Το σπίτι ήταν ζεστό και απαλή μουσική ερχόταν από το σαλόνι. Προχώρησε προσεκτικά ως εκεί μα όταν έφτασε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Κάρλος ήταν πάνω σε ένα σκαμπό και έβαζε φωτάκια γύρω από την μπαλκονόπορτα, ενώ ο γάτος, κυλιόταν στη μοκέτα και έπαιζε με μια χριστουγεννιάτικη μπάλα, βγάζοντας νιαουρίσματα χαράς. Ο Κάρλος τραγουδούσε κάτι ισπανικά κάλαντα όταν συνειδητοποίησε πως στεκόταν εκείνη στο χώρο και τον παρατηρούσε. Κατέβηκε από το σκαμπό και πήγε κοντά της, χαμογελώντας, για να της δώσει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο.

«Ξύπνησες επιτέλους!»

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε με βραχνή φωνή.

«Τέσσερις το μεσημέρι». Τον κοίταξε σοκαρισμένη κι ο Κάρλος έβαλε τα γέλια. «Είχες ανάγκη τον ύπνο και δεν σε ενόχλησα. Ελπίζω να μην είχες να πας κάπου».

«Όχι, δεν είχα, αλλά δεν περίμενα να κοιμηθώ τόσο...» Το αφοπλιστικό χαμόγελό του την σταμάτησε από το να πει οτιδήποτε άλλο. «Ξέρω τι σκέφτεσαι», γκρίνιαξε μα εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει με αθώο βλέμμα. «Δεν κοιμήθηκα επειδή με κρατούσες αγκαλιά!»

«Ποτέ δεν ξέρεις...»

«Όχι, και με τον γάτο έχω κοιμηθεί και δεν με κρατούσε αγκαλιά...»

«Εντάξει, αν και το στρουμπουλόγατο κολλάει πάνω σου οπότε...»

Γέλασε με την καρδιά του όταν του γύρισε την πλάτη και κλείστηκε στο μπάνιο. Το γέλιο του την ακολούθησε ως εκεί κι έκανε την καρδιά της να σφιχτεί γλυκά. Να ήταν, άραγε, αυτός ο λόγος; Στην Αθήνα γιατί κοιμόταν; Ένιωθε ασφάλεια στον δικό της χώρο... αυτό ήταν σίγουρο...

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora