21.

541 89 42
                                    

Η βαθιά μελαγχολία στην οποία είχε πέσει ο Κάρλος, μεταφραζόταν σε μια σιωπή που βασάνιζε τη Ναταλία, γιατί δεν τον είχε μάθει έτσι. Είχε γνωρίσει έναν ζωντανό άνθρωπο που μαχόταν για τα πάντα και τώρα έδειχνε να θέλει να τα παρατήσει. Είχε κουραστεί. Δεν ήταν δύσκολο να το δεις στο βλέμμα του ότι δεν μπορούσε πλέον να αντέξει πολλά πράγματα. Από μικρό παιδί επωμίστηκε έναν ρόλο που δεν θα έπρεπε καν να σκέφτεται και τώρα...

«Αν τους είχα πει πως είχα πάει να τον βρω, ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα με την Αλίθια».

Η φωνή του ήταν χαμηλή και με το ζόρι μιλούσε από την ψυχολογική εξουθένωση. Η Ναταλία βρήκε το χέρι του και το κράτησε σφιχτά ενώ διέσχιζαν την Πλάθα Μαγιόρ που ήταν άδεια, μιας και η ώρα ήταν περασμένη και η πόλη κοιμόταν.

«Το έκανες για να μην τους πληγώσεις. Που να φανταστείς πως δέκα χρόνια μετά, η Αλίθια θα προσπαθούσε να του μιλήσει;»

«Δεν θα έπρεπε να το φανταστώ;» την κοίταξε παρακλητικά, λες και της ζητούσε να βρει λόγο να τον κατηγορήσει για κάτι.

«Όχι, Κάρλος, δεν θα έπρεπε να φανταστείς τίποτα», τον μάλωσε και τον είδε να ζαρώνει λιγάκι, σαν να ξυπνούσε από εφιάλτη και δεν ήξερε που βρισκόταν. «Έκανες γι' αυτούς περισσότερα απ' όσα σου αναλογούσαν και πλέον είναι όλοι τους ενήλικες. Εκείνοι παίρνουν τις αποφάσεις τους. Ακόμα κι αν ήξερε την αλήθεια, η Αλίθια, θα πήγαινε να τον βρει γιατί είχε ανάγκη τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ της. Μερικά πράγματα, απλά, δεν μπορείς να τα αλλάξεις γιατί δεν ξέρεις ποτέ, πως θα εξελιχθούν. Πήρε ένα γερό μάθημα η αδερφή σου, αυτό να σκέφτεσαι, και να ελπίζεις πως θα την αλλάξει αυτό το μάθημα προς το καλύτερο. Τώρα σταμάτα να αυτομαστιγώνεσαι, δεν σου πάει καθόλου...»

Της έκλεισε το στόμα με ένα ορμητικό φιλί που την έκανε να χάσει το βήμα της για μια στιγμή, πριν γαντζωθεί πάνω του και τα σώματά τους γίνουν ένα, κάτω από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει να πέφτει. Κοιτάχτηκαν για λίγο με τρυφερότητα και μετά, η Ναταλία έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του και μαζί περπάτησαν σιωπηλοί ως το διαμέρισμά της.

Παρότι το κρύο ήταν δριμύ εκείνο το πρωινό, τα χέρια του Κάρλος ίδρωναν όπως περίμενε στις Άγρυπνες Νύχτες, γιατί είχε ραντεβού με τον Μάριο ώστε να μιλήσουν για το μέλλον του μαγαζιού. Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου και ο αέρας μύριζε αλλαγή, τουλάχιστον έτσι του φαινόταν, αν και μπορεί να ήταν η λαχτάρα του να αλλάξει όλα εκείνα που μαύριζαν την ψυχή του. Μαζί του ήταν ο Φερνάντο, που έδειχνε το ίδιο νευρικός, αλλά το έκρυβε κάνοντας δουλειές λες και το μέρος θα λειτουργούσε άμεσα. Δεν του είπε κάτι, τον άφησε γιατί τουλάχιστον εκείνος αντιμετώπιζε τη νευρικότητά του με πιο υγιή τρόπο σε σχέση με αυτόν που κρυβόταν πίσω από ψεύτικα χαμόγελα και δήθεν θετικές σκέψεις, όταν μέσα του η απαισιοδοξία έκανε πάρτι. Μερικές φορές πίστευε πως ήταν ο πιο ψεύτης άνθρωπος στον κόσμο, αλλά ήταν κι αυτός ο δικός του τρόπος να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες.

Άγρυπνες νύχτες στη Μαδρίτηحيث تعيش القصص. اكتشف الآن