26.

420 86 9
                                    

Δύο άγρυπνες βδομάδες. Η πόλη έγινε πάλι η καλύτερή της φίλη και τα βράδια την γύρισε όλη, ξανά, ανακαλύπτοντας νέους θησαυρούς, σε μια προσπάθεια να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο. Ένιωθε μια παράξενη κούραση, από εκείνες που την έκαναν να μη θέλει να σηκωθεί από τον καναπέ ή το κρεβάτι, για να ξεκινήσει τη μέρα της. Δεν θυμόταν πότε η τελευταία φορά που είχε χαμογελάσει με την ψυχή της ή που είχε ευχαριστηθεί κάτι. Μόνο ο Μπουρίτο την έκανε ευτυχισμένη αλλά κι εκείνος, θα την εγκατέλειπε σύντομα.

Το ρολόι της έλεγε πως ήταν δύο το μεσημέρι που σήμαινε πως έπρεπε να ανοίξει τον υπολογιστή για να καλέσει την Μπλάνκα, να μιλήσουν για την επιστροφή της. Πάτησε το κουμπί της κλήσης κι εκείνη απάντησε με μιας, έχοντας την ίδια διάθεση που είχε η Ναταλία, αλλά μάλλον για τελείως διαφορετικό λόγο.

«Γιατί είσαι κατσούφα;» τη ρώτησε και η φίλη της σκούπισε τα μάτια της.

«Δεν θέλω να γυρίσω στη Μαδρίτη», παραδέχτηκε παραπονεμένα.

Υπό άλλες συνθήκες, η Ναταλία θα προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη και να της εξηγήσει πως το λογικό θα ήταν να επιστρέψει εκεί που ανήκε, στη ζωή που είχε χτίσει εκεί, αλλά την καταλάβαινε και αν το έκανε αυτό, θα ήταν σαν να πρόδιδε τον εαυτό της.

«Μη γυρίσεις», της είπε, με σιγουριά, και η Μπλάνκα την αντίκρισε σαν να ήταν τρελή.

«Δεν θα μου πεις πως είμαι ηλίθια που θέλω να μείνω εδώ για έναν άντρα;» γέλασε κοφτά, ανήμπορη να πιστέψει πως η Ναταλία της έδινε θάρρος να κάνει μια τέτοια τρέλα.

«Πώς να στο πω αυτό, όταν μένω στη Μαδρίτη, για μια φούχτα ανθρώπους που αγάπησα και δεν θέλω να χάσω;»

Η Μπλάνκα έβαλε τα κλάματα και η Ναταλία ευχήθηκε να μπορούσε να την αγκαλιάσει. «Η αγάπη μπορεί να γίνει κακός σύμβουλος», σχολίασε, λες κι έψαχνε τρόπους να πειστεί να φύγει.

«Μπλάνκα, η αγάπη είναι δύναμη», χαμογέλασε εκείνη. «Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Μείνε, μου έχεις πει πόσο καλά περνάς μαζί του, πως σου φέρεται, τα όνειρα που κάνατε μαζί... γιατί να τα χάσεις όλα αυτά; Τι σε περιμένει στη Μαδρίτη;»

«Μια καλή δουλειά στην εταιρεία του μπαμπά», ανασήκωσε τους ώμους της.

Ξεφύσησε γιατί οι γονείς και τα λεφτά πάντα, με κάποιον τρόπο, έμπαιναν εμπόδιο στη ζωή της Μπλάνκα.

«Λεφτά μπορείς να έχεις. Ενοικίασε το σπίτι στη Μαδρίτη, κάνε το Rbnb εν ανάγκη. Βρες μια δουλειά που να σου αρέσει εκεί κι ορίστε... δεν έχεις ανάγκη κανέναν».

Άγρυπνες νύχτες στη ΜαδρίτηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora