20 Δεκεμβρίου 1818, Μάνη
Ο καιρός περνάει ήρεμα στη Μάνη και οι γιορτές πλησιάζουν. Η εκκλησία θα είναι έτοιμη το φθινόπωρο, αν δεν τύχουν επιπλοκές.
Εγώ όμως ακόμα δεν έχω καταφέρει έναν από τους σκοπούς μου .
Η αναζήτηση για την πραγματική μου καταγωγή έχει μείνει πολύ πίσω . Κανένας σχεδόν δεν γνωρίζει τίποτα για εκείνη την εποχή ή για κάποιο παιδί που εξαφανίστηκε.
Από ότι φαίνεται, μάλλον θα ήμουν παιδί κάποιας δούλας σε αυτόν τον πύργο και για αυτό με έστειλε εδώ ο Διογένης.
Αυτό όμως είναι σα να ψάχνω ψίλο στα άχυρα.
Έτσι έχω επικεντρωθεί στην άλλη μου αποστολή, σε αυτή για την ελευθερία του τόπου.
Έχω μιλήσει αρκετές φορές με τον Τζανέτο για αυτή την ιδέα.
"Και τι πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει;"τον είχε ρωτήσει μια μέρα ο μεγαλύτερος άντρας.
"Αυτού πού θα σου πω τώρα , πρέπει να μείνει μεταξύ μας ."του απάντησε ο Αντρέι αυστηρά.
Τα μάτια του Τζανέτου έλαμψαν , την αναγνώριζε την έκφραση του Αντρέι και μάλιστα πολύ καλά.
Κάτι μέσα του του έλεγε πως την είχε αντικρύσει πολλές φορές, όμως σώπασε αυτή την φωνή και έφερε την προσοχή του στα λεγόμενα του νέου.
"Υπάρχει μια ένωση, σαν εταιρία στη πίσω στην Οδησσό, από Έλληνες που θέλουν να ελευθερωθεί η χώρα. Είμαι και εγώ μέσα σε αυτούς. Ένας από τους λόγους που ήρθα ήταν να πείσω τους τοπικούς άρχοντες να ξεσηκωθούν και αυτοί όταν φτάσει η ώρα."
Του θύμιζε τον εαυτό , όταν ήταν και εκείνος νέος και υπηρετούσε στην Πύλη.
Γεμάτος ελπίδα για το μέλλον.
Για ένα μέλλον ελεύθερο , όπου εκείνος , η γυναίκα του και το παιδί τους θα μπορούσαν να ζούσαν ήρεμα.
"Αντρέι, εδώ είναι Μάνη."
"Το γνωρίζω πολύ καλά . Για αυτό και ήρθα εδώ . Εσείς οι Μανιάτες δεν αντέχετε κανέναν πάνω από το κεφάλι σας και για αυτό ελευθερωθήκαται."
"Για να ελευθερωθούμε χρειάστηκε πολύς κόπος και πόνος. Θυσιάσεις αμέτρητες. Κανένας δεν θα μπει στον κόπο να το ξανακάνει αυτό."
"Γιατί όμως ; Το ξέρω πως ο αγώνας θα είναι μεγάλος και γεμάτος κακουχίες. Ήμουν στρατιωτικός πολλά χρόνια κάτω από τον τσάρο. Θα υπάρξει ακόμα και αύξηση στο εμπόριο σας , όταν θα είστε ελεύθεροι να το διαπράττεται παντού."
"Άκουσε με προσεκτικά με αυτά που θα σου πω . Έζησα πολλά χρόνια εδώ . Στη γη που με γέννησε και με έθρεψε. Γη πεισματάρα και ξεροκέφαλη. Οι κάτοικοι αυτής και ιδιαίτερα οι καπετάνιοι είναι εγωιστές. Νοιάζονται για την δύναμη που έχουν σε αυτό τον τόπο και πως θα επιβληθούν. Ακόμα και ο αδελφός μου , το ίδιο μου το αίμα είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Για αυτό , αν θες ο σκοπός σου να πετύχει, ψάξε αλλού."
Ο άντρας απέναντι του φαίνεται να συλλογίζεται τα λεγόμενα του .
"Εσύ ;"
Μια ερώτηση μικρή και απροσδιόριστη, όμως όχι για εκείνον.
"Εγώ , παρά όλα αυτά που σου είπα βλέπω πως δεν το βάζεις κάτω. Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο τόσο αποφασισμένο σημαίνει δύο πράγματα: σιγουριά ή παραφροσύνη. Κανένα από τα δύο απαραίτητα καλά ή κακά . Επιλέγω όμως να δω την θετική πλευρά και να σε στηρίξω."
Τις προάλλες μείησα τον Τζανέτο στη φιλική. Σε λίγες μέρες θα μάθει πια θα είναι η καινούργια του αποστολή.
Όσο για εκείνη, είναι πια πιο ήρεμη απέναντι μου .
Αρκετές φορές την χαζεύω όταν ζωγραφίζει.
Κρυφά βέβαια, αν ποτέ με καταλάβαινε δεν νομίζω πως θα ζούσα να δω το φως του ήλιου άλλη μέρα.
Αφήνει την πόρτα της ανοιχτή , τρεις χαραμάδες μόνο .
Ίσως το κάνει επίτηδες, ίσως ξέρει πως την βλέπω και μου το κάνει δύσκολο.
Της αρέσει αυτό .
Είναι σαν παιχνίδι αυτό που έχουμε.
Την κυνηγάω και εκείνη με αφήνει να την πιάνω όσο τόσο .
Μου χαρίζει την προσοχή της σταγόνα σταγόνα.
*Παιδιά ξεκίνησα καλοκαιρινά σήμερα και επέστρεψα στο αγαπητό φροντ, που είναι το safe space μου . Επιτέλους κατάφερα να γράψω γιατί τώρα τελευταία είχε κολλήσει το κεφάλι μου . Ελπίζω εσείς που γράφατε να έχετε τα καλύτερα αποτελέσματα και τις ποιο υπέροχες διακοπές😚.Τσεκαρετε και το διαγωνισμό που έχω φτιάξει για ιστορίες ΘΑ.Περιμένω να δω τις δημιουργίες σας!!
YOU ARE READING
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanfictionΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.