κεφάλαιο δέκατο τρίτο

284 12 6
                                    

7 Ιανουαρίου 1819, Μάνη

Θέλει να με σκοτώσει, είμαι πλέον σίγουρος για αυτό . Εχτές το βράδυ το έκανε πολύ ξεκάθαρο.


"Θεοφανώ! Θεοφανώ, βγες έξω θα κρυώσεις. "Της φώναξε μάταια από την ακτή.

"трахни мою удачу ."

Έβγαλε γρήγορα το γιλέκο που φορούσε, τις μπότες του και τις κάλτσες του και έπεσε και αυτός μέσα στη θάλασσα.

Σε αντίθεση με τον καιρό έξω, το νερό ήταν αρκετά ζεστό.

Γενικώς ο χειμώνας της Μάνης  για κάποιον που έχει ζήση το τσουχτερό κρύο της Σιβηρίας , ήταν αρκετά ήπιος.

"Θεοφανώ, βγες επιτέλους!" Ξανά φώναξε, χωρίς καμία ανταπόκριση πάλι.

Από πίσω του αναδύθηκε ξάφνου εκείνη.

"Φοβάσαι Αντρέι; "

Το σώμα του γύρισε προς το μέρος της απότομα.

Τα μαλλιά της βρεγμένα, κολλημένα πάνω στο κούτελο της . Το λευκό κοντό  φόρεμα,  που διαχώριζε το δέρμα της από  τα ρούχα της , διέγραφε απόλυτα το σώμα της , δίχως να αφήσει τίποτα στην φαντασία του.

Έπρεπε να συγκρατήθω , να είμαι ο κύριος που λέω πως είμαι .

"Είσαι με τα καλά σου , τι κάνεις τόση ώρα εκεί κάτω;"

"Ήθελα να κάνω μια βουτιά, πειράζει;"

"Θεοφανώ, είναι χειμώνας. Αν κρυώσεις τι θα πεις μετά στους δικούς σου;"

Το βλέμμα της άλλαξε, έγινε πάλι πιο σκοτεινό και ο Αντρέι ένιωθε πως οι θάλασσες που έκρυβαν τα μάτια της τον ρουφούσαν μέσα , οδηγώντας τον πιο γρήγορα στο τέλος του.

Ή στην ελευθερία .

"Θα με κρατήσεις εσύ ζεστή."

Το σώμα της κόλλησε πάνω στο δικό του , νιώθοντας την θερμότητα της.

Τα χέρια της περασμένα γύρω από τον σβέρκο του .

Και τα χείλια της τον πλησίαζαν χωρίς σταματημό.

Πόσο να αντέξει και εκείνος;

Το φιλί της έντονο, καυτό πάνω στο στόμα του.

Έσπρωξε με την γλώσσα του για να ανοίξει το δικό της , να χωθεί μέσα της .

Τα χέρια του ακουμπούσαν το πρόσωπο της , χαϊδεύοντας τα μάγουλα της.

Το Ημερολόγιο Του Χαμένου ΦωτόςWhere stories live. Discover now