6 Ιανουαρίου 1819, Καλαμάτα
Σήμερα θα γυρίσουμε στη Μάνη,έπειτα από έξι μέρες μακριά από εκείνον τον τόπο. Τον τόπο μου, που δεν είναι τόπος μου.
Οι εντολές από την εταιρεία μας ήθελαν να γνωρίσουμε έναν τοπικό άρχοντα όπου ήταν Ρωμιός και προσπαθούσε να βρει συμμάχους για να πετάξει τους Τούρκους από τα τίμια χώματα της πατρίδας τους.
Συμφωνήσαμε πως ο Κανέλλος θα έκανε ταξίδια στη Καλαμάτα για να βρίσκονται με εκείνον, αφού είχε πολλούς γνωστούς εκεί και η σχέση που είχε με τους Τούρκους ήταν άριστη.
Στην αρχή μου είχε φανεί πολύ ύποπτο αυτό. Να έχεις μια απλή σχέση με τον κατακτητή και να μην προκαλείς είναι ένα , το να ανταλλάσσεις φιλικές αράδες είναι άλλο.
"Ο πατέρας μου πάντα έτσι ήταν. Προσπαθούσε να αποφύγει τις συγκρούσεις και να επικρατεί η λογική. Έτσι έχει κατάφερε να μας γλιτώσει από τόσους γδυκιομούς ."τον είχε επιβεβαιώσει για την αθωότητα του Κανέλλου ο Λευτέρης μια μέρα.
Και ίσως είναι για καλό. Να μην κινεί υποψίες. Και να αποφύγει να βάλει το γιο του σε κίνδυνο. Γιατί είμαι σίγουρος πως ο Κανέλλος δεν ορκίστηκε για την ψυχή της μάνας του. Ξέρω πολύ καλά την άποψη του για την Μάνη και για την ενότητα των Ελλήνων.
Όλα τα κάνει για το τουφέκι του , όπως λένε και εκεί κάτω.
Ο Τζανέτος έχει όμως ιδεώδες που στηρίζουν την απόφαση του να γίνει μέλος της εταιρίας . Πιστεύει στην ελευθερία, γιατί έζησε την σκλαβιά στο πετσί του όταν βρισκόταν στην πύλη.
Τον φόβο ότι οποιοδήποτε στιγμή μπορεί να πεθάνει.
Δεν μου τα λέει ποτέ ξεκάθαρα, κομματιασμένες πληροφορίες από εδώ και εκεί, διάσπαρτες στις πολλές συζητήσεις μας.
Εγώ , περιμένω να γυρίσω πίσω στη Μάνη.
Πρώτη φορά νιώθω έτσι για εκείνο το μέρος.
Ίσως φταίει που με περιμένει στα τοίχοι του πύργου εκείνη.
Μετά την τελευταία μας συνάντηση εκείνο το βράδυ δεν την είδα ξανά.
Ούτε το πρωί δεν κατέβηκε να χαιρετήσει, τάχα ότι έχει κάποια αδιαθεσία.
Όμως εγώ ξέρω πως κάτι έχει αλλάξει.
Σήμερα είναι και η γιορτή της. Αν και ήσυχο γεγονός στον πύργο, επισκιαζώμενο λόγο της μέρας, θέλω να της δώσω κάτι.
Έτσι όταν είδα τα κόκκινα κυκλάμινα στο δρόμο της επιστροφής, δεν μπορούσα να αντισταθώ.
Τελικά η ζωή της στον πύργο δίχως αυτόν δεν ήταν βαρετή.
Κάθε άλλο.
Από εκείνο το βράδυ δεν είχε σταματήσει να τον σκέφτεται.
Ο τρόπος που τις μιλούσε, οι βαριές του ανάσες, τα χέρια του σφιχτά γύρο από την μέση της .
Και το φιλί του, στου οποίου την αίσθηση είχε μεθύσει από την πρώτη στιγμή.
Μα εβδομάδα τώρα τρωγόταν με τα ρούχα της , περιμένοντας τον να γυρίσει.
Ήταν σίγουρη πως το έκανε επίτηδες, πως την φίλησε μόνο και μόνο για να την βασανίσει έτσι όπως έκανε τώρα.
Να νιώθει την ύπαρξη του ακόμα και όταν αυτός ήταν μακριά.
Παρόλα αυτά , την ημέρα της επιστροφής τους από την Καλαμάτα την πέρασε στο μοναστήρι.
Έφυγε μετα το πρωινό και γύρισε αφού έπεσε ο ήλιος, απέφυγε το γεύμα με την πρόφαση πως δεν αισθανόταν καλά και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της.
Δεν ήθελε να τον αντικρίσει με τίποτα. Όχι μετά από τα όνειρα που της είχαν στοιχειώσει τον ύπνο της και που η ανατολή την έβρισκε ιδρωμένη και μπλεγμένη στα σεντόνια της.
Τον πρώτο πράγμα που αντίκρισε μόλις μπήκε στον όντα της , ήταν το Μίρκο καφέ χαρτί και το κατακόκκινο κυκλάμινο πάνω σε αυτό .
Κάθησε στο κρεβάτι της και μύρισε το όμορφο άνθος. Γρήγορα το τοποθέτησε στο συρτάρι του κομοδίνου της, σαν να ήταν παιδί που η γιαγιά του του έδωσε γλυκά .
Και έπειτα με λαχτάρα άνοιξε το τυλιγμένο χαρτί.
Τα μάτια της γρήγορα πηδούσαν από την μια λέξη στην άλλη.
Ήταν τόσο γλυκά αυτά που της έγραφε, με δυσκολία πίστευε ότι ήταν για εκείνη .
Σε αυτό που στάθηκε όμως , ήταν η τελευταία του πρώταση.
Το βράδυ μετά το γεύμα, αφού τα κεριά έχουν σβήσει, θα σε περιμένω στους στάβλους.
Δικός σου,
Αντρέι .
*Σορρι αλλά δεν θυμόμουν τι έγραφε το σημείωμα 🥲. Δεν ξεχνάμε τον διαγωνισμό, προλαβένετε να δηλώσετε συμμετοχή. Επίσης τσεκαρετε το νέο κεφάλαιο στο τίποτα καλό
YOU ARE READING
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanfictionΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.