κεφάλαιο δωδέκατο

243 16 12
                                    

Μόλις μπήκε στο στάβλο, τα μάτια του άρχισαν να την ψάχνουν δίχως αποτέλεσμα.

"Θεοφανώ. Θεοφανώ!" Την φώναξε όσο πιο σιγά μπορούσε, μη θέλοντας να ταράξει τα ζωντανά.

Ένιωσε ένα τράβηγμα στο μανίκι του πακέτου του , λίγα δεύτερα πριν βρεθεί να ξαπλωμένος μες τα άχυρα.

"Άμα συνεχίσεις έτσι τα άλογα θα ξυπνήσουν και θα σε αφήσω εδώ μόνο σου."

Την έβλεπε ξανά μετά από μια εβδομάδα,  μια εβδομάδα πριν που την είχε στρημώξει πάνω στον τοίχο του δωματίου της.

"Γειά." Είπε χωρίς ανάσα.

"Σοβαρά; Αυτό είναι που έχεις να πεις; Εγώ νόμιζα ότι σου έλειψα."

"Πολύ, όσο δεν φαντάζεσαι ."

"Εμένα πάλι καθόλου. Και για πιο λόγο με έφερες εδώ είπαμε;"

Έβλεπε πως δεν υπήρχε ανταπόκριση, για αυτό είπε να πάρει την άλλη προσέγγιση.

"Εσύ γιατί ήρθες; Αφού λες δεν με πεθύμισες, όλη μέρα δεν κατέβηκες κάτω. Μήπως με αποφεύγεις, Θεοφανώ;"

Δεν της άρεσε καθόλου που μπορούσε να την καταλάβει τόσο εύκολα. Που μπορούσε να δει μέσα της με δύο ματιές.

"Δεν σε αποφεύγω. Έχουμε και άλλες δουλειές εκτός από το να υποδεχτούμε την χάρη σου . Έτσι και αλλιώς πως θα μπορούσα να σε αποφύγω, αφού τώρα είμαι εδώ."

Εκείνος την πλησίασε, τα χείλη του πια εκατοστά κοντά στο λαιμό της.

"Ναι αλλά γιατί είσαι εδώ;"της ψιθύρισε, η ανάσα του να την κάνει να ανατριχιάζει καθώς τα λόγια του έσκαγαν ζεστά πάνω στο λαιμό της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, στην προσπάθεια της να συγκροτήσει τον εαυτό της.

Μην πέσεις στην παγίδα του

"Τι ζητάς Θεοφανώ;"την ρώτησε πάλι .

Έστριψε γρήγορα και δημιούργησε πάλι την απόσταση μεταξύ τους

"Ήθελα να πάω στη θάλασσα, ήσουν στο δρόμο μου , οπότε είπα να σου κάνω την χάρη. Και τώρα , με συγχωρείς, όμως πρέπει να πηγαίνω."

Έπιασε το φανάρι που βρισκόταν στο πάτωμα και ξεκίνησε να βγει από τον στάβλο και να πάει στην κουζίνα.

"Που πας ; Η πύλη είναι από εκεί."

Του χαμογέλασε πονηρά.

"Και πιστεύεις θα έδινα κίαλο δικαίωμα στη Δαμιανή για να με κατσαδιάσει ;"

Το Ημερολόγιο Του Χαμένου ΦωτόςWhere stories live. Discover now