10 Σεπτέμβριου 1819, Μάνη
Οι κατασκευές πλέον έχουν ολοκληρωθεί και οι εικόνες έχουν τοποθετηθεί. Σε δύο μέρες θα γίνουν και τα εγκαίνια της εκκλησίας.
Αποφάσισα να την αφιερώσω στην Παναγία την Οδηγήτρια, αυτή που οδηγεί τους πιστούς στο σωστό δρόμο και τους προστατεύει στο ταξίδι τους.
Θρήσκο δεν με λες, δε μπορώ να πιστέψω σε έναν θεό ο οποίος αφήνει τα δημιουργήματα του να πονούν και να αδικούν. Αυτό δε σημαίνει πως αψηφώ την ύπαρξη του.
Για μένα αυτή η ονομασία έχει διπλή έννοια.
Εύχομαι με αυτή η Παναγία να οδηγήσει αυτούς τους Μανιάτες ενωμένους προς την σωτηρία και την ελευθερία της πατρίδας. Να γίνουν παράδειγμα και ελπίδα για ένα μεγάλο ξεσηκωμό που θα σπείρει την ανάγκη για ελευθερία και θα φουντώσει την κάψα αυτή σε όλους εκείνους που αναγκάστηκαν να την καταπιέζουν.
Και την ευχαριστώ επίσης, αυτή την μεγαλύτερη από εμάς οντότητα που υπάρχει, που με έφερε εδώ και γνώρισα αυτή την γυναίκα.
Μπήκε στη ζωή μου και της έδωσε νόημα. Ίσως είναι βαριά λόγια για μια γυναίκα που την γνωρίζω μόνο ένα χρόνο τώρα, όμως δεν έχω ξανανιώσει έτσι στη ζωή μου.
Ίσως τότε δε θα έλεγα πως είμαι δυστυχής, απλώς ότι επιβίωνα.
"Πότε άρχισες να καπνίζεις;" Τον ρώτησε ένα από αυτά τα βράδια που περνούσαν μαζί .
"Νομίζω όταν κατατάχτηκα στο τάγμα. Ήμουν ο πιο μικρός και έπρεπε κάπως να ταιριάξω."Της απάντησε εκείνος, χαϊδεύοντας απαλά τον ώμο της .
"Πόσο χρονών ήσουν;"ξανά ρώτησε εκείνη, το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του.
"Δεκαέξι νομίζω. Ήταν λίγο πριν πεθάνει ο Σεργκέι." Ο Αντρέι πάλι απέφευγε να συναντήσει το δικό της.
"Ο Σεργκέι;"
"Ήταν ο άντρας της μητέρας μου, της Σοφίας."
"Γιατί όχι πατέρας σου; "
"Ο Σεργκέι ήταν δύσκολος και σκληρός άνθρωπος. Δεν ξέρω αν πραγματικά ήθελε παιδιά ή απλώς το έκανε για να ευχαριστήσει την Σοφία. Την αγαπούσε πολύ , όμως αν δε μπορείς να είσαι γονιός μην γίνεσαι."
"Αντρέι, τα σημάδια στα γόνατα σου ..."
"Σου είπα , ήταν σκληρός άνθρωπος."
"Σε χτυπούσε;"
Εκείνος απλά έγνευσε, δίχως να θέλει να της αποκρύψει την αλήθεια.
Αντιλαμβάνοντας την δυσαρέσκεια του αποφάσισε να αλλάξει το θέμα.
"Πες μου για την Ρωσία."
"Σαν τι θες να μάθεις;"την ρώτησε ο Αντρέι, ανακουφισμένος για την εναλλαγή που έκανε η Θεοφανώ.
"Πες μου πως είναι η ζωή εκεί, πως μας φαντάζεσαι να είμασταν."
Της διηγήθηκε για την ψυχρή Οδησσό , όπου στα σοκάκια της κρύβονται θερμά στέκια Ελλήνων.
Της μίλησε για την περίτεχνη αρχιτεκτονική και τα ψηλά κτήρια που τίποτα δε θύμιζαν τον πύργο που μεγάλωσε.
Της περιέγραψε τις αριστοκρατικές και πλούσιες εμφάνισης των κυρίων και για τους χορούς που έπαιρναν μέρος σε διάφορα σπίτι της καλής κοινωνίας.
Της σχεδίασε χρησιμοποιώντας τις λέξεις του το σπίτι του, μια μικρή έπαυλη κοντά στο κέντρο της πόλης.
"Και εμείς τι θα κάναμε εκεί;"
"Εμείς θα ξυπνούσαμε το πρωί αφού ο ήλιος είχε για τα καλά λάμψει μέσα από τις κουρτίνες του δωματίου μας . Θα κατεβαίναμε να πάρουμε μαζί το πρωινό μας και έπειτα εγώ θα πήγαινα να ασχοληθώ με τις δουλειές της φιλικής όσο εσύ θα πήγαινες βόλτα στην αγορά. Τα μεσημέρια θα λέγαμε τα νέα μας και έπειτα θα περνούσαμε το υπόλοιπο της μέρας μαζί. Τα βράδια θα μπορούσαμε να πηγαίνουμε σε δεξιώσεις , σε συναντήσεις ομογενών ή ακόμα να διαβάζαμε τα βιβλία μας δίπλα από το τζάκι."
"Ωραίο ακούγεται."
"Θα ήθελες να πάμε;"την ρώτησε ο Αντρέι, έχοντας την κατάλληλη στιγμή στο χέρι του .
Η Θεοφανώ σηκώθηκε απότομα από το στέρνο του.
"Θα το έκανες αυτό για μένα;"
"Θα έκανα τα πάντα για σένα."
Εκείνη του χαμογέλασε, μια έκφραση που και εκείνος ανταπέδωσε πριν χωθούν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Ο Αντρέι αποκοιμήθηκε με αυτή την εικόνα στο μυαλό του.
Την όμορφη Θεοφανώ του, την καρδιά του, ντυμένη με ρωσικά μπλε υφάσματα και τα μαλλιά της πιασμένα σε ένα όμορφο και περιποιημένο κότσο με ελάχιστα από τα κατσαρά της μπουκαλάκια να πέφτουν στο πρόσωπο της καθώς χόρευε υπό τον ρυθμό μιας ξέγνοιαστης μουσικής.
Μα τώρα που έχω γευτεί την γλύκα της ζωής, τα χρόνια εκείνα μου φαίνονται ανιαρά.
DU LIEST GERADE
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanfictionΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.