18 Αυγούστου 1819, Μονεμβασιά
Γράφω από το μικρό δωμάτιο του πανδοχείου που μένουμε .
Είναι πολύ νωρίς το πρωί, το γυμνό της κορμί δεν έχει ξυπνήσει ακόμα από τις ελάχιστες ακτίνες του ήλιου που έχουν τρυπώσει από το παράθυρο.
Κατάφερα σχετικά σύντομα να βγάλω τα χαρτιά μας.
Με τις ιστορίες ως άλλοθι καταφέραμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
Εγώ θα την συνόδευα μέχρι τον Γερολιμένα και έπειτα θα συνέχιζα μόνος μου για την Καλαμάτα.
Μετά από λίγες μέρες θα επέστρεφα για να διαβεβαιώσω την ασφάλεια της κατά το ταξίδι της επιστροφής.
Κάναμε μια μέρα για να φτάσουμε, ξεκινώντας πολύ νωρίς το πρωί ώστε να μην μας πιάσει η νύχτα.
Το κόλπο που σκέφτηκε με τις βέρες έκανε ακόμα πιο πειστικό τον υποτιθέμενο γάμο τους.
"Τι είναι αυτό;" Την ρώτησε δείχνοντας το ξύλινο κουτάκι που κρατούσε στα χέρια της.
"Αυτό είναι το τελικό στοιχείο για να μπορέσουμε να περάσουμε ανενόχλητοι από τους Τούρκους."του απάντησε εκείνη.
Άνοιξε το κουτί και φανέρωσε δύο χάλκινους κρίκους. Η κατασκευή τους ήταν πρόχειρη δουλειά , δίχως λεπτομέρειες.
"Είναι οι πρώτες βέρες που αντάλλαξαν η Χαριτίνη με τον Τζανέτο, λίγο πριν αποδράσουν από την πόλη. Όταν ήρθαν εδώ παντρεύτηκαν κανονικά με καινούριες . Χρόνια έχουν να δουν το φως του ήλιου, σε κανέναν δεν θα λείψουν."
Το πρώτο βράδυ το περάσαμε στο δωμάτιο μας , η κούραση μας δεν μας επέτρεπε να κάνουμε κάποια βόλτα στην πόλη.
Το επόμενο όμως πρωί ξεκινήσαμε να περπατάμε στα σοκάκια της.
Η κατασκευή της είναι περίεργη, σαν κάποια μεσαιωνικά χωριά της Ιταλίας.
Η πόλη όλη είναι ένα οχυρό, με διάσκορπα μικρά παραθυράκια που έβλεπαν την θάλασσα.
Την κρατούσα δίπλα μου σε όλη την διάρκεια της εκδρομής μας , επιτέλους ελεύθεροι να εκφραστούμε ως ζευγάρι.
ESTÁS LEYENDO
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanficΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.