"Τότε πρέπει να ετοιμαστούμε για πόλεμο."
"Όχι, ανηψιέ, δεν γνωρίζουμε με σιγουριά αν το έκαναν εκείνη και να αναβιώσει η έχθρα μας μαζί τους δεν θα οδηγήσει σε καλό."
"Τότε τι πρέπει να κάνουμε Κανέλλο; Να περιμένουμε πότε θα είναι το επόμενο μύνημα; Ή μήπως να φανούμε αδύναμοι;"
Ο Τζανέτος που καθόταν στην άκρη του δωματίου , μη θέλοντας να συμμετέχει στη συζήτηση που πλέον είχε γίνει καυγάς , ήξερε πως ήταν ώρα να επέμβει.
"Αυτό φοβάσαι αδερφέ, μη φανείς αδύναμος;"
Όλοι μπορούσαν να καταλάβουν την ανασφάλεια που είχε ο Μιχαήλ για την δύναμη που είχε στα χέρια του.
Όταν το πιο άξιο τέκνο της Μάνης, ο πρωτότοκος του Γέρο-Μάρκου, ήταν ο Τζανέτος Λάσκαρης, που γύρισε από την πύλη και κατάφερε να προσφέρει ελευθερία στο τόπο του , παρόλο τους κινδύνους και τις απειλές στη ζωή εκείνου και της γυναίκας του , ήταν δύσκολο να μην είσαι στη σκιά του.
Από μικρός αυτό πάλευε , να μην είναι στη σκιά του αδερφού του.
"Φοβάμαι να μην πάθει άλλο κακό η φαμίλια μου , Τζανέτο."
"Τότε μην προτρέχεις. Ο γιος σου είναι νέος και βράζει το αίμα του , εσύ είσαι αυτός που πρέπει να φερθεί με σύνεση."
"Θείε, πήγαν να σκοτώσουν το παιδί μου , το διάδοχο μου."
Η φωνή του Μάρκου γεμάτη μίσος.
Σαν ράκος κυκλοφορούσε τις τελευταίες μέρες.
Παντού έψαχνε εχθρούς, αρπαζόταν με όλους .
Κατηγορούσε τους φρουρούς, έλεγε πως έπρεπε να είναι εκεί να προσέχουν το παιδί.
Και η γυναίκα του κατηγορούσε εκείνον, που αντί να βρίσκεται στη κάμαρη τους , μπεκρόπινε.
"Το γνωρίζω αγόρι μου . Πίστεψε με ξέρω αυτό τον πόνο καλά. Όμως πρέπει να μην λυγίσεις, πρέπει να αντισταθείς στο κάλεσμα της εκδίκησης . Ειδικά τώρα που δεν ξέρεις αν το έκαναν αυτοί."
Ο Μάρκος κοπάνισε το χέρι του πάνω στο τραπέζι με δύναμη.
"Και ποιος θα μπορούσε να το κάνει; Πες μου , ποιος!"
Η φωνές του ακούγονταν μέχρι την τραπεζαρία, όπου οι γυναίκες καθόντουσαν αμίλητες κοιτάζοντας το υπερπέραν.
"Πότε θα σταματήσει επιτέλους αυτή η φαγομάρα ; Αντί να βγουν έξω και να τους αντιμετωπίσουν σαν άντρες..."είπε η Δαμιανή.
YOU ARE READING
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanfictionΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.