15 Δεκεμβρίου 1918, Μάνη
Είχαν περάσει δύο μέρες από την συζήτηση μου με τον Λευτέρη για την αγιογράφηση των εικόνων, όμως ακόμα δεν της είχα μιλήσει.
Πως θα μπορούσα, αφού όταν με έβλεπε άλλαζε δρόμο κατευθείαν.
Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί με απέφευγε τόσο πολύ.
Ακόμα και στα γεύματα, όταν το βλέμμα της δεν με κοίταζε επίμονα καθώς εγώ ήμουν άλλου απασχολημένος, κι κοίταζε μόνο το πάτωμα οπότε γυρνούσα προς το μέρος της.
"Πάντως έχει δίκιο ο μικρός. Η Θεοφανώ έχει όντως ταλέντο με τα πινέλα. Παλιά είχε φτιάξει μια εικόνα της Αγίας Ξένης για να την πάω για τάμα στο μοναστήρι, επειδή ο πατέρας μου ξέρεις είναι στα τελευταία του. Εγώ άνθρωπος της εκκλησίας δεν είμαι πολύ, όμως πανάθεμα το χέρι αυτή της κοπέλας ακόμα και εγώ δεν πίστευα πως ωραία την είχε φτιάξει."του είπε ο Κοσμάς, που μοιράζονταν ένα τσιγάρο πάνω στα τοίχοι όπως πάντα.
Ο Αντρέι πήγε να μιλήσει, να του πει πως δεν θα κατάφερνε να την πίστη ποτέ, αφού καλά καλά δεν μπορούσε να την πλησιάσει.
Ξάφνου όμως η μορφή της εμφανίστηκε μπροστά από το πηγάδι. Φαινόταν πως τραβούσε νερό .
"Τα λέμε αργότερα."του απάντησε τελικά κοφτά και έσπευσε για το πηγάδι.
Ο φρούραρχος , αναζητώντας τι του προκαλέσει τέτοια πρεμούρα, χαμογέλασε όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω στην φίλη του.
"Καλή τύχη, Ρώσε , θα την χρειαστείς."
Μόλις την είδα στην αυλή, ήξερα πως ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχα.
"Δεν ήξερα πως έκανες τέτοιες δουλειές."
Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει.
"Είναι αργά, δεν ήθελα να τους ενοχλήσω."
Κατάλαβα πως ενωούσε τους υπηρέτες.
Φορούσε ρούχα λερωμένα και παλιά , δεν το συνηθίζει.
Ακόμα και αν τα φορέματα της είναι πάντα απλά, εκείνη δεν παύει ποτέ να είναι όμορφη σε αυτά.
Όχι πως την χαλούσαν τα κουρέλια.
Αυτό όμως που με εντυπωσίασε ήταν η ηρεμία που είχε .
أنت تقرأ
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
أدب الهواةΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.