"Πολύ αγενής αυτός ο ξένος πάντως, να ζητά τον Τζανέτο και να μην κάνει τον κόπο ούτε να γνωρίσει εσένα κύρη μου."
Η Δαμιανή του είχε φάει τα αφτιά με την γκρίνια της από την ώρα που μάθανε για την επίσκεψη στον πύργο τους .
Όχι πως αυτού δεν του είχαν μπει διάφορες ιδέες στο μυαλό του.
Σαν να μην έφτανε ότι οι καπετάνιοι δεν τον υπολόγιζαν λες και ήταν κανας παρακατιανός όπως ο Γερακάρης, τώρα ακόμα και οι ξένοι θα χλεύαζαν την καπετανία του;
"Σταμάτα πια γυναίκα, χειροτερεύεις την κατάσταση με τα λόγια σου ."
Εκείνη σταμάτησε, όμως και οι δύο ήξεραν πως είχε πολλά να πει ακόμα.
"Πήγαινε τώρα σε παρακαλώ, έχω ακόμα να κάνω κάποιες δουλειές."
"Δεν θα έρθεις για φαγητό;"
"Μπορεί αργότερα."
Το τραπέζι στον πύργο ήταν όντως σχεδόν έτοιμο.
Ο Τζανέτος μαζί με την Χαριτίνη είχαν κλειδαμπαρωθεί από το μεσημέρι κιόλας στον όντα τους .
Εκείνος έπρεπε να την ενημερώσει για την συνάντηση που είχε και για το γράμμα του νεαρού Ρώσου.
"Λες να έχει να κάνει με το αγόρι μας;"ρώτησε εκείνη με τρεμάμενη φωνή.
"Δεν ξέρω αγάπη μου , μετά από τόσα χρόνια..."
Ο Τζανέτος στα νιάτα του είχε σταλθεί στην πύλη μαζί με άλλα νέα παλικάρια της Μάνης, για να γίνει ειρήνη ανάμεσα στους Τούρκους και σε εκείνους.
Εκεί ερωτεύτηκε την γυναίκα του, που τότε την φώναζαν γκιζέμ.
Ο έρωτας τους όμως σύντομα απέκτησε καρπώ και η ασφάλεια τους δε ήταν πλέον τόσο σίγουρη.
Έτσι ένα βράδυ το έσκασαν μαζί .
Ο Τζανέτος, έχοντας σκότωσει τον άντρα της , φυγαδεύτηκε από ένα καλό του φίλο στην Ιταλία, ενώ η Χαριτίνη κρύφτηκε στη Μάνη με το προσωπείο της παραδουλεύτρας.
Ο μικρός τους Ανδρέας, τα αγγελούδι τους ,δόθηκε στα χέρια του Διογένη, με την υπόσχεση πως μόλις τα πράγματα θα ηρεμήσουν στη Μάνη και ο Τζανέτος γυρνούσε στην πατρίδα, το παιδί θα γυρνάτε στην αγκαλιά τους.
Ο Τζανέτος όμως ποτέ δεν έλαβε απάντηση στο γράμμα που έστειλε.
Και όσο και αν έψαχνε, δεν υπήρχε κανένα ίχνος του .
Έπεσαν και οι δύο σε βαριά στεναχώρια.
Ο Τζανέτος έπνιγε τον πόνο του στην δουλειά, ενώ οι σπαραγμοί της γυναίκας του ακούγονταν σε ολάκερη την Μάνη.
Είχε προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή της μια φορά, κόβοντας τις φλέβες τις θα ερχόταν σίγουρα η λύτρωση, έτσι πίστευε.
Έξι χρόνια αφού είχε γεννήσει, μοίρα της την έφερε αντιμέτωπη με ένα δώρο .
Ίσως ήταν οι συχνές προσευχές της στην Παναγία, που ήταν και αυτή μητέρα.
Γιατί στο μοναστήρι,που επισκέπτονταν συχνά , γνώρισε ένα κορίτσι 3 χρόνων που της έκλεψε την καρδιά.
Κάθε μέρα το επισκεπτόταν και του έφερνε φαγητό, γλυκά και ιστορίες .
"Αγάπη μου , δεν είναι μέρος το μοναστήρι να μεγαλώνει ένα παιδί. Το ξέρεις πολύ καλά ."
"Και τι θες να κάνω βρε γυναίκα;"
"Να την φέρουμε εδώ, να την μεγαλώσουμε εμείς, όπως θα κάναμε με τον Ανδρέα μας."
"Θες να τον αντικαταστήσει, αυτό θες;"την ρώτησε θυμωμένα.
"Όχι κύρη μου. Το παιδί μας θα έχει πάντα θέση στην καρδιά μου. Όμως είμαι μάνα που δεν έχει γιό,γιατί να μην προσφέρω αυτή την αγάπη μου σε ένα παιδί που την χρειάζεται;"
Έτσι έγιναν οι γονικές φιγούρες που η μικρή δεν γνώρισε ποτέ.
Τους αποκαλούσε θείους, γιατί ήξερε πως άλλη είναι η μάνα της, αυτή που την είχε γεννήσει και δεν πρόλαβε να την χαρεί.
Και εκείνοι δεν προσπάθησαν να κρύψουν ποτέ το γεγονός πως δεν ήταν οι βιολογικοί γονείς της.
"Και εσύ θα πας να συναντήσεις έναν άγνωστο μόνος σου και να του δώσεις και από τα άλογα μας;"τον ρώτησε η ανιψιά του έξαλλη με την σκέψη του θείου της .
"Δεν είμαι γούδελο,Θεοφανώ. Ξέρω τι κάνω ."
"Να σου θυμίσω ότι είσαι και κάποιας ηλικίας."
"Με λες ανίκανο μικρή;"
"Όχι , απλά λέω πως μπορεί να βρεθείς σε κίνδυνο."
"Κοκκόνα μου , ο θείος σου έχεις τους λόγους του , και για αυτούς τους λόγους θα τον ενθαρρύνω και εγώ να πάει στην συνάντηση."
"Το γεγονός ότι μου κρύβεται πληροφορίες με εκνευρίζει ακόμα περισσότερο ."
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.
"Σε λίγο το τραπέζι θα είναι έτοιμο, καλό θα ήταν να μην δώσετε δικαίωμα ούτε υποψίες."είπε και έκλεισε την πόρτα του όντα.
*Το σημερινό κεφάλαιο είναι μικρότερο καθώς στο επόμενο θέλω να έχουμε συναντήσει Αντρέι Τζανέτου και δεν ήθελε να το σπάσω
ČTEŠ
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanfikceΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.