Κατάλαβε πώς τον αγαπούσε ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα.
Ήταν στο δωμάτιο της και είχε αναλάβει να προσέχει το μικρό Μιχαήλ για το βράδυ.
Μετά από την απόπειρα που είχε γίνει , η Μεταξία δεν εμπιστευόταν πολύ κόσμο στο πύργο.
Αυτό θα ήταν το πρώτο βράδυ που θα πέρναγε σε ξεχωριστό δωμάτιο από το παιδί της , αφήνοντας την Θεοφανώ υπεύθυνη.
Τα νέα ότι ο αδερφός της ο Πετρούνης είχε βρει τραγικό θάνατο την μετέφεραν γρήγορα στο πατρικό της , στο πλευρό της μάνας της .
Ο Μάρκος της είχε απαγορεύσει να πάρει το παιδί μαζί της , ήθελε να είναι σίγουρος πως θα είναι ασφαλής ο διάδοχος.
Και επειδή η γυναίκα του ήταν σίγουρη πως αν το παιδί χρειαζόταν κάτι μέσα στο βράδυ ο πατέρας του δε θα το άκουγε ποτέ, το άφησε στη κουνιάδα της .
Ο μικρός κοιμόταν ήσυχος στη νιάκα του καθώς η Θεοφανώ έψαχνε να βρει κάποια από τα πινέλα της .
Είχε ακόμα να τελειώσει μια εικόνα για την εκκλησία, η οποία και εκείνη κόντευε να ολοκληρωθεί.
Έπρεπε όμως να ξεκινήσει, διότι σε ένα μήνα περίπου θα γινόταν τα αποκαλυπτήρια.
Σκέφτηκε πως το πινέλο θα ήταν στο σαλόνι.
Το βλέμμα της πήγε στο μωρό.
Δεν θα πάθει κάτι για λίγα λεπτά.
Έτσι ξεκίνησε για το σαλόνι του πύργου.
Ο Αντρέι τυχαία βρέθηκε να περνάει απέξω από το δωμάτιο της.
Κοντοστάθηκε απέξω από την πόρτα. Άκουγε άχνα κλάματα να έρχονται από την άλλη μεριά της.
Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε μέσα.
Κοίταξε τριγύρω για να εντοπίσει τι μικρή ξύλινη νιάκα, όπου εκεί βρισκόταν ξαπλωμένη η πηγή της φασαρίας.
Ο μικρός Μιχαήλ από ότι φαίνεται μόλις είχε ξυπνήσει.
Γιατί είναι μόνος του ; Που είναι η Θεοφανώ;
Έπρεπε να κάνει κάτι για να τον ηρεμήσει, αλλιώς αν κάποιος τον άκουγε θα έμπαινε μέσα στο δωμάτιο και τότε οι εξηγήσεις που θα έπρεπε να δωθούν θα ήταν πολλές.
Τα χέρια του έτρεμαν καθώς το σήκωσε προς τα πάνω.
Δεν είχε μεγάλη εμπειρία από παιδιά, ειδικά στη νηπιακή τους ηλικία.
Ακόμα και τα ξαδέρφια του στη Ρωσία ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερα του , επομένως ήταν πιο μεγάλα όταν έπαιζαν μαζί και όχι μηνών.
Αν τον ρωτούσες όμως θα σου έλεγε πως ήθελε παιδιά. Ήθελε πολύ να γίνει πατέρας.
Να γίνει το εντελώς αντίθετο από τον Σεργκέι.
Να προσφέρει στα παιδιά του άφθονη αγάπη , θαλπωρή και χάδια, όπως έκανε η μητέρα του η Σοφία.
Άρχισε να τον κουνάει ελαφρός, ελπίζοντας πως θα τον βοηθήσει κάπως.
Μάταια όμως , γιατί ο τα κλάματα του μικρού δυνάμωναν σε ένταση.
Τότε μια ιδέα του ήρθε, η τελευταία του προσπάθεια για να αποφύγει οτιδήποτε κακό θα μπορούσε να έρθει.
Η Θεοφανώ κόντευε να φτάσει στο δωμάτιο της .
Είχε καθυστερήσει περισσότερο από όσο είχε υπολογίσει.
Έπρεπε να περάσει οριακά από ιερή εξέταση με τη Δαμιανή να μην είναι και στα καλύτερα της .
Δεν περίμενε να ανοίξει την πόρτα του όντα της και να αντικρίσει αυτό το θέαμα.
Ο Αντρέι είχε πάρει στη αγκαλιά του τον μικρό και του τραγουδούσε σιγανά ένα από ότι καταλάβαινε νανούρισμα.
Έκλεισε σιγά σιγά την πόρτα πίσω της ώρα ένα μην του ταράξει και τους πλησίασε.
Ακούμπησε το κεφάλι της στη πλάτη του και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον κορμό του.
"Σε ευχαριστώ."του ψιθύρισε.
Τον ένιωσε να χαμογελάει .
Ο Αντρέι άφησε στο πλέον ήρεμο παιδί στη νιάκα του και γύρισε προς το μέρος της.
"Σαγαπώ."του είπε έτσι απλά.
Εκείνος σάστησε . Δεν περίμενε να ακούσει αυτά τα λόγια.
"Νόμιζα πως είχα δει όλες τις πλευρές σου . Σε είχα δει χαρούμενο, στεναχωρημένο, ευαίσθητο και γενναίο, νευριασμένο μα και ήρεμο . Ψυχρό ακόμα . Μα τέτοια τρυφερότητα,δε νομίζω πως την είχα ξανά δει."
"Και εγώ σαγαπώ. Το ξέρω εδώ και καιρό όμως φοβόμουν να στο πω και-"
Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει την πρόταση του, αφού τον τράβηξε σε ένα φιλί.
Ένα φιλί που ήταν η σφραγισμένη υπόσχεση της αγάπης τους.
*Αχ όμορφα μωρά μου εσείς
YOU ARE READING
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanfictionΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.