Αχάραγα το επόμενο πρωί ο Αντρέι ήταν έτοιμος και την περίμενε μέσα στους στάβλους.
Η Θεοφανώ τον βρήκε να χαϊδεύει με κυκλικές κινήσεις το λευκό άτι που του είχαν παραχωρήσει.
Κοντοστάθηκε στην είσοδο του στάβλου και τον χάζεψε . Αν και τα αγαπούσε πολύ τα ζώα, στην εποχή που ζούσαν οι περισσότεροι τα είχαν μόνο για να τους κάνουν τις δουλείες και ποτέ δεν τα φρόντιζαν ουσιαστικά, μόνο αρκετά για να μπορούν να τους βολεύουν στις εργασίες τους.
Εκείνος , νιώθοντας για άλλη μια φορά το καυτό βλέμμα της πάνω του γύρισε προς το μέρος της.
"Και έλεγα πως δεν θα ερχόσουν."
Τα λόγια του την έβγαλαν από τις σκέψεις της.
"Σου έδωσα τον λόγο μου. Άντε τώρα προχώρα, δεν θέλω να μας δει κάποιος."
Έτσι ξεκίνησαν για την εκκλησία .
Η διαδρομή ήταν ήρεμη , αν και λίγο βαρετή. Όμως δεν ήθελε να του μιλήσει.
Αν όμως δεν αντάλλαζαν καμία αράδα , πως θα μάθανε τι σκαρώνει ο ξένος;
Ήταν μονόδρομος λοιπόν.
"Γιατί με αποφεύγεις;" την πρόλαβε εκείνος , αφοπλίζοντάς την από το στοιχείο της έκπληξης.
"Γιατί είσαι μπελάς."
"Από που και ως που;"
Εκείνη σταμάτησε απότομα το άλογό της , τραβώντας τα χαλινάρια του.
"Από την στιγμή που ήρθες , ο Τζανέτος είναι μονίμως ταραγμένος . Η Χαριτίνη έχει πάλι αρχίσει να σκέφτεται το χαμένο της παιδί και αυτό το γράμμα από τον παλιό τους γνωστό είμαι σίγουρη πως φέρνει μαζί του όλα τα δυνά."
Η απορία στο πρόσωπο του Αντρέι είχε σχηματιστεί για τα καλά.
Ο Τζανέτος είχε χαμένο παιδί; Και όταν έλεγε χαμένο εννοούσε πάνω στην γέννα;
Όχι , αποκλείεται . Για να σπαράζει η γυναίκα του με τον ερχομό μου , αυτό σημαίνει πως ή πέθανε μεγάλος στο πεδίο της μάχης ή
"Είπα πολλά και δεν θα έπρεπε, θα τα ξεχάσεις όλα το ακούς . Κουβέντα σε κανένα!" του φώναξε η νεαρή γυναίκα με την απειλή ενός μαχαιριού που έβγαλε από το σακί της.
"Σου ορκίζομαι δεν θα πω λέξη . Όμως αυτοί δεν είναι λόγοι για να έχεις τέτοιο μένος στο πρόσωπό μου ."
Η Θεοφανώ πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη. Είχε ήδη μοιραστεί πολλά με τον ξένο και πλέον τα λόγια της θα έπρεπε να είναι μετρημένα .
"Έχεις οικογένεια πίσω στην Ρωσία;"
Είναι ευάλωτη. Για αυτό γυρνά την ερώτηση σε μένα.
"Μόνο μια θεία , χήρα και κάτι ξαδέρφια."
Αλήθεια και ψέμα ταυτόχρονα.
Γιατί όντως αναγνώριζε την Σοφία σαν μάνα του , που το πρόσφερε αγάπη και τρυφερά χάδια . Τον Διογένη σαν θείο του , που πάντα τα δώρα του είχαν διπλή σημασία .Την γυναίκα του, την Κατρίνα , που πάντα του πρόσφερε ζεστό κακάο δίπλα από το τζάκι και τα ξαδέρφια του, την Όλγα και τον Γκρέγκορι που τσακωνόντουσαν για τα παιχνίδια τους.
"Οι γονείς θα υποθέσω νεκροί;"
"Ακριβώς."
"Τους αγαπούσες;"
Δεν του άρεσε ο τρόπος που κυλούσε η συζήτηση. Ο Αντρέι δεν ήταν ποτέ ανοιχτός άνθρωπος και ούτε του άρεσε να μοιράζεται πράγματα για τον εαυτό του.
"Ναι Θεοφανώ τους αγαπούσα , τι με αυτό;"
Χτύπησα καλό σημείο , σκέφτηκε εκείνη.
"Θα έκανες τα πάντα για αυτούς, σωστά;"
Εκείνος δεν απάντησε.
Κάτι υπάρχει εδώ, κάτι πολύ πιο βαθύ.
"Αντρέι."
"Ναι."
" Έτσι και εγώ. Αυτοί οι άνθρωποι με μεγάλωσαν σαν γονείς μου, είναι η οικογένεια μου . Πέρα από αυτούς δεν έχω τίποτα άλλο . Θέλω να είναι καλά λοιπόν . Και αν κάποιος θέλει το κακό τους , θα με βρεί μπροστά τους. Καταλαβαίνεις;"
"Απόλυτα."
*παιδία χτυπήσαμε το 1k αναγνώσεις θα μουρλαθώ. Εντωμεταξύ καλο μήνα δεν είπαμε. Ελπίζω εσας να σας μπήκε υπέροχα γιατι για μενα ως ωρας είναι ολίγον σκατά.
YOU ARE READING
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
FanfictionΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.