19 Σεπτεμβρίου 1818, Μάνη
Σήμερα γύρισα τα μέρη τις κάτω Μάνης μαζί με το Τζανέτο.
Είμαι πλέον σίγουρος για το που θα χτιστεί η καινούργια εκκλησία και θα μπορούσα να πω και
Βέβαια αυτό δεν ισχύει για τον Τζανέτο.
Ο ίδιος μου κρύβει κάτι , κάτι που φαίνεται πως τον καίει, όμως δεν θέλει ακόμα να μοιραστεί μαζί μου.
Δεν είχα ποτέ την απαίτηση να με εμπιστευτεί. Περίμενα μια τέτοια αντιμετώπιση.
Όμως είναι καλός άνθρωπος. Έμπειρος από την ζωή και γεμάτος θέληση να βοηθήσει.
"Η γυναίκα σου πρέπει να με θέλει νεκρό."
"Γιατί το λες αυτό;"
"Τόσες ώρες σε τραβολογάω πέρα δώθε, σίγουρα θα σε ήθελε ξεκούραστο."
"Η Χαριτίνη μου ξέρει πως δεν μπορώ να κάθομαι πολύ ήσυχος, έτσι και αλλιώς εκείνη με ενθάρρυνε να έρθω."
Μια σιωπή έπεσε μέχρι που ο Τζανέτος του αποκρίθηκε πάλι.
"Εσύ είσαι παντρεμένος Αντρέι;"
"Ήμουν αρραβωνιασμένος, αλλά δεν παντρεύτηκα ποτέ."
"Πως και έτσι;"
"Η κοπέλα που ήταν να παντρευτώ θα ήταν δυστυχισμένη δίπλα μου . Έτσι διαλύσαμε τους αρραβώνες."
Με κάλεσε ξανά για δείπνο στον πύργο τους .
Δεν μπορούσα όμως να αρνηθώ ξανά, θα ήταν αγενές εκ μέρους μου .
Στο τραπέζι παρευρισκόταν όλη η οικογένεια.
Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν ο Μιχαήλ, καπετάνιος του Πόρτο Κάγιο και δεύτερος γιός.
Δίπλα του η γυναίκα του , η Δαμιανή, που μόνο να με κοίτα στραβά ήξερε.
Απέναντι της ο πρωτότοκος του καπετάνιου, ο Μάρκος με την γυναίκα του .
Δίπλα της ο δεύτερος γιος του καπετάνιου ο Τζανής, που από ότι φαίνεται έμιασε στην μάνα του.
Ο Κανέλλος, ο μικρότερος αδερφός του Τζανέτου, ήταν ευχάριστη παρέα.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Το Ημερολόγιο Του Χαμένου Φωτός
ФанфикΜάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της σαν τα κοιτάς σε μαγεύουν, τον παρακολουθεί.