*Το Θήραμα*

3.6K 413 107
                                    

31- Το θήραμα

"Τη βρήκαμε" φώναξε ο Ισίδωρος. Είχε βάλει λυτούς και δεμένους να ψάξουν. Κατάφερε να εντοπίσει πρώτα τα καθίκια που απήγαγαν την κόρη του. Αυτοί με τον κατάλληλο τρόπο κελαήδησαν. Τα στοιχεία ήταν αρκετά για να στείλουν στη φυλακή τόσο τον πατριό της Νεφέλης όσο και και την ίδια.

Ένας ταξιτζής όμως επικοινώνησε μαζί τους, είχε μόλις μεταφέρει την κοπέλα σε μια απόμερη παραλία. Δεν την περίμενε, έφυγε αλλά επειδή κάτι του θύμιζε η φυσιογνωμία της, έλεγξε το ίντερνετ. Η κοπέλα φορούσε περούκα την οποία έβγαλε και παράτησε στο ταξί.

"Θα έρθω μαζί σου" του είπε αμέσως η Ιοκάστη.

"Κόρη μου.." της μίλησε γλυκά.

"Θέλω να τη δω" επέμενε εκείνη για περίεργους λόγους. Το μυαλό της πήγαινε στο κακό αλλά ακόμη και έτσι παρόλο που δεν έφταιγε ήθελε να τη βοηθήσει.

"Ίσως να είναι αργά"

"Ποτέ δεν είναι αργά πατέρα, εσύ μου το έμαθες αυτό" τόνισε χωρίς να κάνει πίσω.

Ο Ισίδωρος κοίταξε τη Σταυριανή, η οποία έγνεψε καταφατικά. Τόσα είχαν περάσει και οι δυο άλλωστε, ο ίδιος τιμωρήθηκε από την ίδια τη ζωή, μαστιγώθηκε αλύπητα από τον ίδιο τον εγωισμό αλλά στο τέλος ανέλαβε όλη την ευθύνη. Όντως ποτέ δεν ήταν αργά...

Η Νεφέλη δεν είχε το θάρρος να ''πετάξει''. Έκλεισε τα χέρια της ενώ σήκωσε ψηλά το κεφάλι στον ουρανό. Αναζητούσε ένα σημάδι, κάτι που να την κρατήσει στη ζωή. Δεν ήθελε να φύγει έτσι χωρίς να προλάβει, δεν είχε όμως προορισμό, δεν την περίμενε κανείς. Δεν είχε φίλους, δεν είχε κανένα να την αγαπάει, κάποιον και αυτή την ύστατη ώρα να την εμποδίσει, να της φωνάξει εδώ είμαι για σένα.

Κάθισε για λίγο στα βράχια, κουλουριάζοντας το κορμί. Αφέθηκε για λίγο στο χάδι του ανέμου, λυτρωνόταν, η ψυχή της ηρέμησε για λίγο καθώς έκανε μια αναδρομή στο παρελθόν,χάθηκε σε χαρούμενες παιδικές φωνούλες. Πάντα μεγάλωνε μόνη δεν είχε έναν αδερφό, μια φίλη είχε και αυτή την έχασε πολύ νωρίς. Κάποτε παίζανε μαζί, ανέμελα στον κήπο.. όλα ήταν διαφορετικά. Τότε δεν αποζητούσε την επιβίωση, η ψυχή της πιο αθώα αλλά μεγαλώνοντας ένιωσε το συναισθηματικό κενό.

Η ώρα περνούσε, δεν είχε που να πάει. Το χέρι της έτρεμε ενώ την έπιασε δύσπνοια. Η πίεση μεγάλη, ένας ξαφνικός πονοκέφαλος την ανάγκασε να καθίσει απότομα πάλι κάτω. Τότε άκουσε σειρήνες. Ο δρόμος φωτίστηκε ξαφνικά... Έκανε βήματα προς τα πίσω μηχανικά αλλά είχε φτάσει στην άκρη του γκρεμού το επόμενο βήμα θα ήταν και το μοιραίο.

Το θήραμαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant