Κεφάλαιο 7

1K 156 28
                                    

Σχεδόν όλο το Σεμιγέ ακολούθησε το λόρδο Μάγερ. Όλοι φοβήθηκαν μία ενδεχόμενη επίθεση του Γκρουμπερ έτσι το Μονταγιού φάνηκε γι'αυτούς σωτήρια λύση.
Αφού συγκεντρώθηκαν στην μεγάλη αυλή του κάστρου ένας στρατιώτης τους μέτρησε και τους ανέθεσε καθήκοντα,ώστε να είναι πιο εύκολη η επιστροφή τους και να μην δώσουν στόχο με τόσες άμαξες που θα υπάρχουν.
Οι περισσότεροι θα πορεύονταν πεζοί μιας και οι άμαξες ήταν φορτωμένες με την πραμάτεια της Ραβένα.
Έχοντας όλους μπροστά του ,ο Γκάμπριελ έψαξε ανάμεσα τους να βρει την όμορφη κοπελιά που είδε μία στιγμή μονάχα να περνά από μπροστά του, αλλά ήταν αρκετή για να του πάρει τα μυαλά.

Η Μάριον στεκόταν δίπλα στην υπηρέτρια της τη Σεσίλια και ώρα τώρα προσπαθούσε να την ηρεμήσει ώστε να μην ανοίξει το στόμα της και πει στο λόρδο ότι δύο είναι οι κόρες που θα 'πρεπε να σώσει.
Δεν ήθελε να προδώσει τη Ραβένα,αφού έτσι είχε αποφασίσει εκείνη έτσι έπρεπε να γίνει.
Μα η Σεσίλια πίστευε ότι έστω και την τελευταία στιγμή η Ραβένα θα μιλούσε στο λόρδο για την Μάριον. Αποδείχτηκε όμως πιο σκληρή απ' ότι περίμενε η γυναίκα.
Δεν την πήρε καν σαν υπηρεσία της  μέσα στην άμαξα, ώστε να μην κάνει πεζή τόσο δρόμο. Όχι,ηταν γεγονός.Η Ραβένα ήθελε να βλέπει την αδερφή της να υποφέρει .

Όταν έφτασε σχεδόν μπροστά της η Μάριον χαμήλωσε τα μάτια, από σεμνότητα και μόνο.
Κρατούσε σφιχτά το χέρι της Σεσίλια και το πίεζε ώστε να μην αμολήσει τίποτα μπροστά στο λόρδο.
Εκείνος έπιασε το σαγόνι της και σήκωσε το κεφάλι της ψηλά ώστε τα μάτια τους να συναντηθούν.
Τι μάτια όμορφα ήταν αυτά που είχε.Σαν χάντρες κεχριμπαριού σε αλυσίδα περίτεχνου κομπολογιού έμοιαζαν.
Το δέρμα της σταρένιο και αλαβάστρινο. Ο ήλιος λαμπύριζε ρίχνοντας τις αχτίδες του πανω στα χρυσαφένια μαλλιά της.

Κι εκείνη όμως δεν έμεινε ανεπηρέαστη ούτε απ'το απαλό άγγιγμα του, ούτε και απ' τη ζεστή ματιά του. Τέτοια γκρίζα μάτια με τόσο πυκνά σαν δάση βλέφαρα δεν είχε ξαναδεί.

Γύρισε στη Σεσίλια,χωρίς να πάρει τα μάτια του στιγμή από πάνω της.

"Κόρη σου είναι?".

Η γυναίκα σάστισε στην αρχή,μα το τσίμπημα της Μάριον στο χέρι της την ξύπνησε και κουνώντας το κεφάλι είπε στον Γκάμπριελ. "Ναι άρχοντα μου,κόρη μου είναι,μονάκριβη".

Ο Γκάμπριελ χαμήλωσε το κεφάλι στις δύο γυναίκες και συνέχισε το δρόμο του.

Η Σεσίλια όμως που είχε δει και είχε καταλάβει πως επηρέασε η κοπέλα το λόρδο έβαλε σκέψεις στο κεφάλι της.
Ήλπιζε μόνο ο λόρδος Γκάμπριελ να μην ήταν κανας αγροίκος που έπαιρνε οποία γυναίκα τραβούσε η όρεξη του, παρά τη θέλησή της.
Αν όμως του άρεσε στ' αλήθεια η κοπέλα,ίσως τελικά η μύρα να 'χε κάνει και πάλι τη δουλειά της.
"Αυτό",σκέφτηκε ,"θα 'ταν η τιμωρία της Ραβένα".

Ο δρόμος μέσα απ'το δάσος δεν ήταν εύκολος. Ήταν τραχύς με μεγάλες πέτρες, κούτσουρα παντού και φίδια έτοιμα να σου ρίξουν το δηλητήριο τους.
Η Σεσίλια βοηθούσε όσο μπορούσε την κυρά της,μα δεν ήταν εύκολο όλο αυτό,κι εκείνη τόσο μικροκαμωμένη και αμαθή που ήταν δυσκολευόταν πολύ.
Το βράδυ έκαναν την πρώτη στάση για να κοιμηθούν λίγο και να ξεκουραστούν τα άλογα.

Ο Γκάμπριελ παρακολουθούσε σαν γεράκι το κορίτσι,κι ήταν έτοιμος να της προσφέρει τη βοήθεια του αν χρειαζόταν.
Του 'χε κάνει εντύπωση όμως,πως της φέρονταν όλοι.Της μιλούσαν στον πληθυντικό χωρίς ποτέ να την κοιτάζουν στα μάτια.
Σίγουρα η μάνα της ,θα ήταν πολύ αυστηρή και με την ίδια αλλά και με όσους την πλησίαζαν,σκέφτηκε ο Γκάμπριελ και έτσι δικαιολόγησε το γεγονός.

"Πάλι τη μικρή κοιτάς?".

Ο Γκάμπριελ τινάχτηκε. Γυρίζοντας είδε τον φίλο του, Ουίλιαμ, να κάθεται δίπλα του με δύο ποτήρια γεμάτα μπύρα.

"Εσύ κοίτα τη δουλειά σου κι άσε με εμένα",είπε αρπάζοντας το ένα ποτήρι.

Ο Ουίλιαμ γέλασε δυνατά, χτυπώντας τον στην πλάτη.

"Μπορείς να την πάρεις στο κρεβάτι σου, μόλις φτάσουμε στο Μονταγιού,μια.... υπηρέτρια είναι,δεν νομίζω να φέρει και πολλές αντιστάσεις".

"Δεν μοιάζει σαν τις υπηρέτριες που ξέραμε μέχρι τα τώρα. Κοίτα τη καλά,πιο όμορφη από κάθε αρχόντισσα που εχω γνωρίσει μέχρι τώρα. Άσε που η γυναίκα δίπλα της είναι μάνα της και την προσέχει σαν τα μάτια της".

"Όλα τα δουλικά ίδια είναι. Σκέψου εκείνη τη μικρή πριν δύο χρόνια,που στο 'παιζε σεμνή..... Μόλις γλυκάθηκε δεν έφευγε απ' το κρεβάτι σου. Είπαμε αμάν να την ξεκολλήσουμε από πάνω σου".

Η σκέψη της Αουρόρα, έκανε το σώμα του Γκάμπριελ να τσιτωθεί. Ο ανδρισμός του αντέδρασε αμέσως όταν σκέφτηκε τις λάγνες νύχτες που είχε περάσει μαζί της.
Είχε κάμποσο καιρό να βρεθεί με γυναίκα κι αυτή η αναθεματισμένη μικρή τον τρέλενε έτσι αθώα που 'δειχνε κι έτσι σεμνά που στεκόταν απέναντι του κι έβαζε φωτιά στις αισθήσεις του.
Να 'ταν όπως όλα τα δουλικά, πάντα έτοιμα να ικανοποιήσουν τον άρχοντα τους ή να 'ταν και στο μυαλό όπως και στην εμφάνισή.

Η Σεσίλια δεν έχασε λεπτό απ' τα μάτια της τον άνδρα που κοιτούσε τόσο λάγνα την κυρά της.
Εκείνη ήταν τόσο αθώα που έπρεπε να την ξυπνήσει με κάποιον τρόπο. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να πέσει σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά του λόρδου Γκάμπριελ.

Το κορίτσι απ' την άλλη δεν κατάλαβε τίποτα.Τα πόδια της την πονούσαν τόσο απ' το περπάτημα, που τα 'τριβε όση ώρα καθόντουσαν για να τα ξεκουράσει.
Η Ραβένα στη ζέστη της άμαξας της,δεν νοιάστηκε στιγμή για την αδερφή της και για τη Σεσίλια που τόσα χρόνια την υπηρέτησε από μικρό κορίτσι σαν  ήταν.

Αιχμάλωτη Του Μίσους ΤηςWhere stories live. Discover now